Выбрать главу

Η Νάντερε συμβάδιζε με την Ηλαίην, η οποία φρόντιζε να μη διακρίνονται τα πόδια της μέσα από τα ανοίγματα του μανδύα —μια και παντού υπήρχε υπηρετικό προσωπικό— οπότε τους πήρε λίγο χρόνο μέχρι να φτάσουν στο δωμάτιο όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Σοφές. Υπήρχε τουλάχιστον μια ντουζίνα από δαύτες, με τις ογκώδεις φούστες, τις λευκές μπλούζες και τις σκουρόχρωμες εσάρπες, στολισμένες με περιδέραια, χρυσά κι ασημένια βραχιόλια, πετράδια και φίλντισι, και με τα μακριά τους μαλλιά πιασμένα πίσω με διπλωμένα μαντίλια. Όλα τα έπιπλα και τα κιλίμια είχαν μετακινηθεί, αφήνοντας εκτεθειμένες και γυμνές τις λευκές πλάκες του δαπέδου, ενώ το τζάκι ήταν σβηστό. Εδώ, βαθιά μέσα στο Παλάτι και χωρίς παράθυρα τριγύρω, η βροντή του κεραυνού μόλις που ακουγόταν.

Το βλέμμα της Ηλαίην καρφώθηκε στην Αβιέντα, η οποία στεκόταν στην απέναντι μεριά του δωματίου. Γυμνή. Γέλασε νευρικά προς το μέρος της Ηλαίην. Νευρικά! Ποια, η Αβιέντα! Πετώντας βιαστικά από πάνω της τον μανδύα, η Ηλαίην ανταπέδωσε το χαμόγελο. Εξίσου νευρικά, όπως συνειδητοποίησε. Η Αβιέντα γέλασε απαλά, και μια στιγμή αργότερα το ίδιο έκανε κι η Ηλαίην. Μα το Φως, η ατμόσφαιρα ήταν παγωμένη! Το δε πάτωμα, ακόμα περισσότερο!

Τις περισσότερες Σοφές που ήταν στο δωμάτιο δεν τις γνώριζε, εκτός από ένα πρόσωπο που ξεπήδησε μπροστά της. Τα πρόωρα λευκά μαλλιά της Άμυς ανακατεύονταν με τα χαρακτηριστικά της μεσήλικης και της έδιναν μια όψη Άες Σεντάι. Θα πρέπει να είχε Ταξιδέψει από την Καιρχίν. Η Εγκουέν είχε διδάξει τις Ονειροβάτισσες να εξοφλούν τη διδασκαλία του Τελ’αράν’ριοντ. Ισχυριζόταν μάλιστα ότι όφειλαν κι ένα χρέος, αν και ποτέ δεν είχε ξεκαθαρίσει τι είδους χρέος ήταν αυτό.

«Ήλπιζα πως θα ήταν εδώ κι η Μελαίν», είπε η Ηλαίην. Συμπαθούσε πολύ τη σύζυγο του Μπάελ, μια γενναιόδωρη γυναίκα όλο ζεστασιά. Όχι όμως και τις άλλες δύο που αναγνώρισε στο δωμάτιο, την κοκαλιάρα Τάμελα, με το οστεώδες πρόσωπο, και την όμορφη Βιέντρε, με το γαλάζιο, αετίσιο βλέμμα. Κι οι δυο τους ήταν ισχυρότερες από την ίδια όσον αφορά στη Δύναμη, ισχυρότερες από οποιαδήποτε αδελφή ήξερε, εκτός της Νυνάβε. Υποτίθεται πως κάτι τέτοιο δεν είχε και πολλή σημασία για τους Αελίτες, αλλά δεν έβλεπε για ποιον άλλο λόγο οι δύο γυναίκες είχαν πάντα ένα χαμόγελο γεμάτο περιφρόνηση κι αλαζονική έκφραση όποτε την κοιτούσαν.

Περίμενε από την Άμυς να πάρει τον έλεγχο —κάτι που φαίνεται πως έκανε συνήθως— αλλά ήταν μια κοντή γυναίκα, ονόματι Μοναέλ, με μαλλιά ξανθωπά κι ελαφρώς κοκκινωπά, που βγήκε μπροστά. Στην πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο κοντή, αν κι η μοναδική στον γύρω χώρο κοντύτερη από την Ηλαίην. Επίσης, ήταν κι η πιο ανίσχυρη ως προς τη Δύναμη. Αν πήγαινε στην Ταρ Βάλον, μετά βίας θα ήταν ικανή να κερδίσει το επώμιο. Ίσως, όμως, αυτό να μη μετρούσε πολύ για τους Αελίτες.

«Αν ήταν παρούσα η Μελαίν», είπε η Μοναέλ, κι ο τόνος της φωνής της ήταν κάπως απότομος, αν και διόλου εχθρικός, «τα μωρά που κουβαλάει θα ήταν μέρος του δεσμού ανάμεσα σ’ εσένα και στην Αβιέντα, σε περίπτωση που θα τα ακουμπούσαν οι υφάνσεις. Αν επιζούσαν, βέβαια. Τα αγέννητα δεν είναι αρκετά δυνατά για κάτι τέτοιο. Το ερώτημα είναι, εσείς οι δύο είστε;» Έδειξε και με τα δυο της χέρια κάποιες κηλίδες στο πάτωμα, όχι σε πολύ μεγάλη απόσταση. «Ελάτε κι οι δύο στο μέσον του δωματίου».

Για πρώτη φορά, η Ηλαίην συνειδητοποίησε πως το σαϊντάρ θα αποτελούσε τμήμα του τυπικού. Πίστευε πως δεν θα ήταν παρά μια απλή τελετουργία, όπου θα ανταλλάσσονταν προπόσεις και πιθανόν να δίνονταν κάποιοι όρκοι. Τι θα συνέβαινε; Δεν είχε σημασία, εκτός... Τα βήματά της ήταν συρτά καθώς προχωρούσε προς το μέρος της Μοναέλ. «Η Πρόμαχος μου... Ο δεσμός μας... Θα... επηρεαστεί... από αυτό;» Η Αβιέντα, που είχε έρθει αντικριστά της, συνοφρυώθηκε με τον δισταγμό της Ηλαίην, αλλά η συγκεκριμένη ερώτηση την έκανε να ρίξει μια ξαφνιασμένη ματιά προς τη Μοναέλ. Ήταν ολοφάνερο πως αυτό δεν το είχε σκεφτεί ποτέ.

Η κοντή Σοφή κούνησε το κεφάλι της. «Κανείς εκτός αυτού του δωματίου δεν μπορεί να επηρεαστεί από τις υφάνσεις. Ίσως διαισθανθεί μόνο ένα μέρος από αυτό που μοιράζεστε, εξαιτίας του δεσμού της μαζί σου, αλλά τίποτα περισσότερο». Η Αβιέντα άφησε έναν στεναγμό ανακούφισης κι η Ηλαίην τη μιμήθηκε.

«Λοιπόν», συνέχισε η Μοναέλ. «Υπάρχουν ορισμένοι τύποι που πρέπει να τηρηθούν. Ελάτε. Δεν είμαστε αρχηγοί φυλών που ικετεύουν για νερό πίνοντας όοσκουαϊ». Γελώντας και κάνοντας αστεία σχετικά με τους αρχηγούς φυλών και το δυνατό ποτό των Αελιτών, οι υπόλοιπες γυναίκες σχημάτισαν κύκλο γύρω από την Αβιέντα και την Ηλαίην. Η Μοναέλ κάθισε με χάρη στο δάπεδο σταυροπόδι και σε απόσταση μόλις δύο βημάτων από τη μια πλευρά των γυμνών γυναικών. Το γέλιο έπαψε, καθώς η φωνή της πήρε μια τυπική χροιά. «Συγκεντρωθήκαμε εδώ, επειδή δύο γυναίκες επιθυμούν να γίνουν πρωταδελφές. Θα δούμε κατά πόσον είναι δυνατές κι, αν είναι, θα τις βοηθήσουμε. Είναι παρούσες οι μητέρες τους;»