Выбрать главу

Η Ηλαίην αναπήδησε ξαφνιασμένη, αλλά την επόμενη στιγμή η Βιέντρε βρέθηκε πίσω της. «Αντιπροσωπεύω τη μητέρα της Ηλαίην Τράκαντ, η οποία δεν δύναται να παρευρεθεί». Με τα χέρια της πάνω στους ώμους της Ηλαίην, η Βιέντρε την έσπρωξε μπροστά και την πίεσε προς τα κάτω, μέχρι που την ανάγκασε να γονατίσει πάνω στις ψυχρές πλάκες, μπροστά από την Αβιέντα. Κατόπιν, γονάτισε κι η ίδια πίσω της. «Παραδίδω τη θυγατέρα μου στη δοκιμασία της».

Η Τάμελα εμφανίστηκε πίσω από την Αβιέντα, πιέζοντάς την προς τα κάτω, με τα γόνατά της να ακουμπούν σχεδόν αυτά της Ηλαίην, και γονατίζοντας κι η ίδια στην πλάτη της. «Αντιπροσωπεύω τη μητέρα της Αβιέντα, η οποία δεν δύναται να παρευρεθεί. Παραδίδω τη θυγατέρα μου στη δοκιμασία της».

Υπό άλλες συνθήκες, η Ηλαίην θα χασκογελούσε. Καμιά από τις δύο γυναίκες δεν έμοιαζε μεγαλύτερη της ίδιας και της Αβιέντα πάνω από πέντε έξι χρόνια. Όλα αυτά, όμως, ίσχυαν υπό άλλες συνθήκες. Όχι τώρα. Τα πρόσωπα των όρθιων Σοφών ήταν σοβαρά. Κοιτούσαν εξεταστικά την ίδια και την Αβιέντα σαν να τις ζύγιζαν, αβέβαιες αν εκπλήρωναν τις αναγκαίες προδιαγραφές.

«Ποια θα υποφέρει τις ωδίνες του τοκετού για λογαριασμό τους;» ρώτησε η Μοναέλ, κι η Άμυς έκανε ένα βήμα μπρος.

Την ακολούθησαν δύο ακόμη γυναίκες, μια φλογερή κοκκινομάλλα ονόματι Σαϊάντα, την οποία η Ηλαίην είχε δει παρέα με τη Μελαίν, και μια γκριζομάλλα, που δεν τη γνώριζε καθόλου. Βοήθησαν την Άμυς να βγάλει τα ρούχα της. Περήφανη μέσα στη γύμνια της, η Άμυς αντίκρισε τη Μοναέλ και χτύπησε ελαφρά τη σφικτή της κοιλιά. «Έφερα στον κόσμο παιδιά. Τα θήλασα», είπε χουφτώνοντας τα στήθη της, που έμοιαζαν σαν να μην είχε κάνει ποτέ κάτι τέτοιο. «Προσφέρω τον εαυτό μου».

Με ένα τιμητικό νεύμα αποδοχής από τη Μοναέλ, η Άμυς γονάτισε δύο βήματα παράπλευρα της Ηλαίην και της Αβιέντα, ακουμπώντας πάνω στις φτέρνες της. Η Σαϊάντα κι η γκριζαρισμένη Σοφή γονάτισαν κι αυτές, μία σε κάθε πλευρά της. Άξαφνα, η λάμψη της Δύναμης περικύκλωσε όσες γυναίκες βρίσκονταν στο δωμάτιο, εκτός από την Ηλαίην, την Αβιέντα και την Άμυς.

Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα, παρατηρώντας την Αβιέντα να τη μιμείται. Πού και πού, όλο και κάποιο βραχιόλι κροτάλιζε πάνω σε κάποιο άλλο ανάμεσα στις Σοφές, πράγμα που ήταν κι ο μοναδικός ήχος στον γύρω χώρο, πέρα από τις ανάσες και τους αδύναμους, μακρινούς κεραυνούς. Όταν μίλησε η Μοναέλ, όλες σχεδόν ξαφνιάστηκαν.

«Θα πράξετε κι οι δύο σύμφωνα με τις οδηγίες που λάβατε. Αν κομπιάζετε ή έχετε απορίες, η αφοσίωσή σας δεν είναι αρκετά ισχυρή. Θα σας διώξω κι αυτό θα είναι το τέλος, για πάντα. Θα σας κάνω κάποιες ερωτήσεις κι εσείς πρέπει να πείτε την αλήθεια. Αν αρνηθείτε να απαντήσετε, ή αν κάποια από εσάς πει ψέματα, θα σας διώξω. Φυσικά, μπορείτε να φύγετε από μόνες σας όποτε το επιθυμήσετε. Πράγμα που, επίσης, θα είναι το τέλος για πάντα. Δεύτερες ευκαιρίες δεν υπάρχουν. Λοιπόν. Τι ακριβώς γνωρίζετε για τη γυναίκα που θέλετε να γίνει πρωταδελφή σας;»

Η Ηλαίην ήταν σχεδόν σίγουρη για αυτή την ερώτηση. Αποτελούσε μέρος όσων της είχαν πει να σκεφτεί καλά. Το να διαλέξει ένα προσόν ανάμεσα σε άλλα δεν ήταν και τόσο εύκολο, ωστόσο είχε έτοιμη την απάντηση. Όταν μίλησε, οι ροές του σαϊντάρ υφάνθηκαν ανάμεσα στην ίδια και στην Αβιέντα, χωρίς καμία από τις δύο γυναίκες να βγάλει τον παραμικρό ήχο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ένα κομμάτι του μυαλού της καταβρόχθισε τις υφάνσεις. Ακόμα και τώρα, η προσπάθεια για μάθηση αποτελούσε μέρος του εαυτού της, όπως το χρώμα των ματιών της. Οι υφάνσεις χάθηκαν μόλις τα χείλη της έκλεισαν σφικτά.

«Η Αβιέντα είναι γεμάτη αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια. Δεν τη νοιάζει διόλου τι θα σκεφτούν για το άτομό της. Είναι αυτό που θέλει η ίδια να είναι». Η Ηλαίην άκουγε τον εαυτό της να μιλάει την ίδια στιγμή που ακούγονταν και τα λόγια της Αβιέντα. «Ακόμα κι όταν η Ηλαίην είναι τόσο φοβισμένη, που ξεραίνεται το στόμα της, το πνεύμα της δεν λυγίζει. Είναι γενναιότερη από οποιονδήποτε έχω γνωρίσει».

Η Ηλαίην κοίταξε έκπληκτη τη φίλη της. Η Αβιέντα τη θεωρούσε γενναία; Μα το Φως, όχι ότι ήταν καμιά δειλή, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ήταν γενναία. Παραδόξως, και η Αβιέντα την κοιτούσε με δυσπιστία.