«Το θάρρος είναι ένα πηγάδι», είπε η Βιέντρε στο αυτί της Ηλαίην. «Σε κάποιους είναι βαθύ, σε άλλους ρηχό. Άσχετα, όμως, αν είναι βαθύ ή ρηχό, τα πηγάδια στεγνώνουν κάποτε, ακόμα κι αν αργότερα ξαναγεμίσουν. Θα έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με αυτό που δεν τολμάς. Ο τρόμος θα μετατρέψει τα κόκαλά σου σε άμορφη μάζα, και το θάρρος, για το οποίο καυχιέσαι, θα σε παρατήσει, και θα απομείνεις να κλαψουρίζεις και να κυλιέσαι στο χώμα. Θα έρθει κι αυτή η μέρα». Τα λόγια της μαρτυρούσαν πως πολύ θα ήθελε να παρευρίσκεται κ« η ίδια όταν θα γινόταν αυτό. Η Ηλαίην ένευσε κοφτά. Ήξερε πόσο εύκολα μπορούσαν τα κόκαλά της να μετατραπούν σε άμορφη μάζα· το καταπολεμούσε κάθε μέρα.
Η Τάμελα μιλούσε στην Αβιέντα με φωνή εξίσου πειστική με της Βιέντρε. «Το τζι’ε’τόχ σάς δένει με ατσάλινα δεσμά. Σύμφωνα με το τζι, θα γίνεις αυτό που όλοι περιμένουν να γίνεις, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Σύμφωνα με το τοχ, αν κριθεί απαραίτητο, θα ταπεινωθείς και θα συρθείς στο χώμα. Γιατί θα σε πονάει μέχρι το μεδούλι τι θα σκέφτονται οι άλλοι για εσένα».
Η Ηλαίην ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Αυτό ήταν πολύ βαρύ κι άδικο. Γνώριζε κάποια πράγματα για το τζι’ε’τόχ, όχι όμως κι η Αβιέντα. Ωστόσο, την είδε να νεύει καταφατικά, όπως ακριβώς έκανε κι η ίδια. Μια βεβιασμένη παραδοχή αυτού που ήξερε ήδη.
«Εκλεπτυσμένα κι αρεστά γνωρίσματα σε μια πρωταδελφή», είπε η Μοναέλ, τραβώντας την εσάρπα έως τους αγκώνες της. «Μπορείς να μας μιλήσεις, όμως, και για την άσχημη πλευρά της;»
Η Ηλαίην μετακινήθηκε, νιώθοντας τα γόνατά της παγωμένα, κι έγλειψε τα χείλη της προτού μιλήσει. Το φοβόταν αυτό. Δεν ήταν μονάχα η προειδοποίηση της Μοναέλ. Η Αβιέντα είχε πει πως έπρεπε να πουν όλη την αλήθεια. Έτσι έπρεπε να κάνουν, αλλιώς τι αξία είχε η αδελφική σχέση; Για άλλη μία φορά, οι υφάνσεις αιχμαλώτισαν τα λόγια τους μέχρι να τελειώσουν.
«Η Αβιέντα...» ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της Ηλαίην, κάπως διστακτική, «νομίζει... πιστεύει πως η απάντηση βρίσκεται πάντα στη βία. Υπάρχουν φορές που το μόνο που σκέφτεται είναι το μαχαίρι της ζώνης της. Μερικές φορές φέρεται σαν ανώριμο αγοράκι!»
«Η Ηλαίην ξέρει ότι...» άρχισε να λέει η Αβιέντα, έπειτα ξεροκατάπιε και συνέχισε πιο βιαστικά, «ξέρει πολύ καλά πόσο όμορφη είναι κι ότι αυτό της δίνει εξουσία πάνω στους άντρες. Μερικές φορές αφήνει το μισό της στήθος εκτεθειμένο σε κοινή θέα και χαμογελάει, για να αναγκάσει τους άντρες να κάνουν αυτό που θέλει».
Η Ηλαίην έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. Ώστε αυτό πίστευε η Αβιέντα για το άτομό της; Έτσι όπως τα έλεγε, την έκανε να μοιάζει με ανασηκωμένο ποδόγυρο! Η Αβιέντα συνοφρυώθηκε και μισάνοιξε το στόμα της, αλλά η Τάμελα την πίεσε ξανά στον ώμο κι άρχισε να μιλάει.
«Πιστεύεις πως οι άντρες δεν σε επιδοκιμάζουν;» Υπήρχε μια δριμύτητα στη φωνή της Σοφής, ενώ το πρόσωπό της μόνο ως δυναμικό θα μπορούσε να περιγραφεί. «Νομίζεις πως δεν κοιτούν τα στήθη σου στη σκηνή του μόχθου; Δεν θαυμάζουν τους γοφούς σου; Είσαι όμορφη και το ξέρεις. Αν το αρνείσαι, αρνείσαι τον ίδιο σου τον εαυτό! Σου αρέσει να σε κοιτούν οι άντρες, και συνήθως τους χαμογελάς. Δεν θα χαμογελούσες σε έναν άντρα, για να κάνεις πιο πειστικά τα επιχειρήματά σου, δεν θα άγγιζες το μπράτσο του, για να τον αποσπάσεις από την αδυναμία των επιχειρημάτων σου; Θα το έκανες, και με το παραπάνω μάλιστα».
Τα μάγουλα της Αβιέντα αναψοκοκκίνισαν, αλλά η Ηλαίην έπρεπε να ακούσει τη Βιέντρε και να καταπολεμήσει το δικό της αναψοκοκκίνισμα. «Έχεις τη βία μέσα σου. Αρνήσου το, κι αρνείσαι τον ίδιο σου τον εαυτό. Ποτέ δεν ένιωσες τέτοια οργή, που να θες να χτυπήσεις; Ποτέ δεν μάτωσες κάποιον; Ποτέ δεν ευχήθηκες να το είχες κάνει χωρίς να σκεφτείς κάποια εναλλακτική λύση; Χωρίς να σκεφτείς απολύτως τίποτε άλλο; Όσο αναπνέεις, η οργή θα είναι κομμάτι του εαυτού σου». Η Ηλαίην σκέφτηκε τον Τάιμ, καθώς και μερικά ακόμα περιστατικά, κι αισθάνθηκε το πρόσωπό της να φουντώνει.
Αυτή τη φορά, υπήρξε πάνω από μία ανταπόκριση.
«Τα μπράτσα σου θα εξασθενήσουν», έλεγε η Τάμελα στην Αβιέντα. «Τα πόδια σου θα χάσουν την ευκινησία τους. Ακόμα κι ένα παιδάκι θα μπορεί να σου πάρει το μαχαίρι από το χέρι. Και τότε, σε τι θα σε ωφελήσουν η δεξιοτεχνία κι η θηριωδία; Τα μόνα αληθινά όπλα είναι η καρδιά και το μυαλό. Άλλωστε, δεν έμαθες μέσα σε μία μέρα να χειρίζεσαι το δόρυ όταν ήσουν Κόρη, έτσι δεν είναι; Αν δεν ακονίσεις το μυαλό και την καρδιά σου τώρα, θα γεράσεις, και τα παιδιά θα σε αποβλακώσουν. Οι αρχηγοί των φυλών θα σε βάλουν σε μια γωνιά, για να μην μπερδεύεσαι στα πόδια τους, κι, όταν μιλάς, αυτοί θα ακούν τον άνεμο. Κανόνισε την πορεία σου όσο ακόμα μπορείς».