«Η ομορφιά έρχεται και παρέρχεται», συνέχισε η Βιέντρε απευθυνόμενη στην Ηλαίην. «Με τον καιρό, τα στήθη σου θα πέσουν, η σάρκα σου θα χαλαρώσει και το δέρμα σου θα γίνει σαν πετσί. Άντρες που χαμογελούσαν και μόνο στη θέα του προσώπου σου, θα σου μιλάνε σαν να είσαι ένας ακόμη άντρας. Μπορεί ο σύζυγός σου να σε βλέπει πάντα όπως όταν σε πρωτογνώρισε, αλλά δεν θα βρίσκεσαι πια στα όνειρα κανενός άλλου. Αυτό σημαίνει πως θα πάψεις να είσαι εσύ; Το σώμα είναι μονάχα το περίβλημα. Η σάρκα θα μαραζώσει, αλλά εσύ είσαι η καρδιά και το μυαλό, τα οποία δεν αλλάζουν, παρά μόνο για να γίνουν δυνατότερα».
Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι της, όχι για να διαψεύσει τα λόγια της γυναίκας. Ποτέ της δεν είχε αναλογιστεί τα γηρατειά, ειδικά από τότε που πήγε στον Πύργο. Τα χρόνια επηρέαζαν ελάχιστα ακόμα και τις γηραιότερες Άες Σεντάι. Τι θα γινόταν όμως, αν ζούσε όσο οι γυναίκες του Σογιού; Αυτό, βέβαια, σήμαινε πως θα έπρεπε να πάψει να είναι Άες Σεντάι, αλλά τι θα γινόταν αν όντως το έκανε; Οι γυναίκες του Σογιού αργούσαν πάρα πολύ να αποκτήσουν ρυτίδες, πράγμα που όμως συνέβαινε τελικά. Τι να σκεφτόταν, άραγε, η Αβιέντα; Έτσι γονατιστή που ήταν, έμοιαζε... μελαγχολική.
«Ποιο είναι το πιο παιδιάστικο πράγμα που ξέρεις για τη γυναίκα που επιθυμείς να γίνει η πρωταδελφή σου;» ρώτησε η Μοναέλ.
Αυτό ήταν ευκολότερο κι όχι τόσο φορτισμένο. Η Ηλαίην κατάφερε ακόμα και να χαμογελάσει καθώς μιλούσε. Η Αβιέντα χαμογέλασε κι αυτή, αφήνοντας πίσω τη μελαγχολία της. Για άλλη μία φορά, οι υφάνσεις πήραν τα λόγια τους και τα ελευθέρωσαν μαζί, φωνές ανακατεμένες με γέλιο.
«Η Αβιέντα δεν με άφηνε να τη μάθω κολύμπι. Προσπάθησα. Είναι ατρόμητη απέναντι σε οτιδήποτε, εκτός αν βρεθεί μέσα σε νερό βαθύτερο από την μπανιέρα της».
«Η Ηλαίην περιδρομιάζει τα γλυκά και με τα δύο χέρια, σαν παιδάκι που διέφυγε την προσοχή της μαμάς του. Αν συνεχίσει έτσι, θα χοντρύνει σαν γουρουνίτσα πριν προλάβει να γεράσει».
Η Ηλαίην τινάχτηκε. Περιδρομιάζει; Περιδρομιάζει; Τσιμπολογούσε πού και πού. Θα χοντρύνει; Για ποιο λόγο την αγριοκοίταζε η Αβιέντα; Το να αρνείσαι να μπεις σε νερό περισσότερο από το ύψος του γονάτου ήταν πράγματι παιδιάστικο.
Η Μοναέλ έφερε την παλάμη μπροστά στο στόμα της για να κρύψει, δήθεν, έναν αμήχανο βήχα, αλλά η Ηλαίην πίστευε πως έκρυψε ένα γελάκι. Κάποιες από τις όρθιες Σοφές, πάντως, γέλασαν στα φανερά. Με την κουταμάρα της Αβιέντα, άραγε, ή με το δικό της... περιδρόμιαομα;
Η Μοναέλ ανέκτησε τη μεγαλοπρεπή της έκφραση κι έσιαξε τη φούστα της, που ήταν απλωμένη στο πάτωμα, μολονότι στη φωνή της υπήρχε ακόμα μια χροιά χλευασμού. «Τι ζηλεύει περισσότερο η γυναίκα που επιθυμείς για πρωταδελφή;»
Η Ηλαίην θα μπορούσε να καλύψει την απάντησή της, παρά την αναγκαιότητα να πει την αλήθεια. Η αλήθεια είχε ξεπηδήσει μέσα της με το που της είπαν να τη σκεφτεί, αλλά είχε ανακαλύψει και κάτι άλλο, λιγότερο σημαντικό και περίπλοκο και για τις δυο τους, που θα μπορούσε να διαφύγει την προσοχή της συνάθροισης. Ίσως, δηλαδή. Υπήρχε, όμως, κι αυτό το σχόλιο σχετικά με τα χαμόγελα που έριχνε στους άντρες και την επίδειξη του στήθους της. Εντάξει, μπορεί να χαμογελούσε, αλλά η Αβιέντα περπατούσε ολόγυμνη μπροστά στους υπηρέτες, που κοκκίνιζαν από ντροπή, και δεν έμοιαζε καν να τους προσέχει! Ώστε, περιδρόμιαζε γλυκά, ε; Και θα πάχαινε κιόλας; Είπε τη μαύρη αλήθεια, ενώ οι υφάνσεις πήραν τα λόγια της και το στόμα της Αβιέντα άρχισε να κινείται κάτω από μια βαριά σιωπή, μέχρι που τελικά όσα είχαν να πουν έγιναν ακουστά.
«Η Αβιέντα έπεσε στην αγκαλιά του άντρα που αγαπώ, κάτι που εγώ δεν έκανα ποτέ κι ίσως και να μην το κάνω, πράγμα για το οποίο ξέρω ότι θα θρηνήσω!»
«Η Ηλαίην έχει εξασφαλίσει την αγάπη του Ραντ αλ’Θ... του Ραντ! Η καρδιά μου έχει γίνει κομμάτια, γιατί θέλω να αγαπήσει εμένα, αλλά δεν ξέρω αν θα το κάνει ποτέ».
Η Ηλαίην περιεργάστηκε το πρόσωπο της Αβιέντα. Τη ζήλευε εξαιτίας του Ραντ; Τη στιγμή που ο άντρας αυτός απέφευγε την Ηλαίην Τράκαντ λες κι είχε κακάδια; Δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί περισσότερο.
«Χτύπα τη με την παλάμη σου όσο πιο δυνατά μπορείς», είπε η Τάμελα στην Αβιέντα, απομακρύνοντας τα χέρια της από τους ώμους της γυναίκας.
Η Βιέντρε έσφιξε ελαφρά την Ηλαίην. «Μην αντιδράσεις». Δεν είχαν αναφέρει τίποτα τέτοιο! Σίγουρα, η Αβιέντα δεν θα τολμούσε να...
Βλεφαρίζοντας, η Ηλαίην σηκώθηκε από το παγωμένο πάτωμα. Χάιδεψε ανάλαφρα το μάγουλό της και μόρφασε. Για το υπόλοιπο της ημέρας θα είχε επάνω του το αποτύπωμα μιας παλάμης. Δεν ήταν ανάγκη να τη χτυπήσει τόσο δυνατά.