Όλοι περίμεναν μέχρι να γονατίσει ξανά, κι ύστερα η Βιέντρε έσκυψε κοντύτερα. «Χτύπα τη με την παλάμη σου όσο πιο δυνατά μπορείς».
Ε, λοιπόν, δεν θα χτυπούσε την Αβιέντα στο αυτί. Δεν θα... Η ανοικτή της παλάμη έστειλε την Αβιέντα να πέσει φαρδιά πλατιά, γλιστρώντας με το στήθος πάνω στις πλάκες σχεδόν μέχρι το σημείο όπου στεκόταν η Μοναέλ. Η παλάμη της Ηλαίην πονούσε όσο σχεδόν και το μάγουλό της.
Η Αβιέντα μισοσηκώθηκε, κούνησε το κεφάλι της ζαλισμένη και ξαναπήρε τη θέση της. «Χτύπα τη με το άλλο χέρι», είπε η Τάμελα.
Αυτή τη φορά, η Ηλαίην γλίστρησε πάνω στις παγωμένες πλάκες μέχρι τα γόνατα της Άμυς, με το κεφάλι της να κουδουνίζει και τα δυο της μάγουλα να καίνε. Κι όταν στάθηκε μπροστά στην Αβιέντα κι η Βιέντρε της είπε να χτυπήσει, έβαλε όλη της τη δύναμη σε αυτό το χτύπημα, τόσο που κόντεψε να πέσει πάνω στην Αβιέντα καθώς η γυναίκα γκρεμοτσακιζόταν.
«Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα», είπε η Μοναέλ.
Η ματιά της Ηλαίην τινάχτηκε προς το μέρος της Σοφής. Η Αβιέντα, που είχε ήδη μισοσηκωθεί στα γόνατά της, έμεινε ακίνητη σαν πέτρα.
«Αν το επιθυμείτε, δηλαδή», συνέχισε η Μοναέλ. «Οι άντρες συνήθως φεύγουν σε αυτό το σημείο, αν όχι και νωρίτερα, όπως και πολλές γυναίκες. Αν όμως εξακολουθείτε να αγαπάτε αρκετά η μία την άλλη, ώστε να συνεχίσετε, αγκαλιαστείτε».
Η Ηλαίην έπεσε πάνω στην Αβιέντα, κι η ανταπόκριση ήταν τόσο έντονη που σχεδόν την έριξε προς τα πίσω. Έμειναν σφιχταγκαλιασμένες. Η Ηλαίην ένιωσε δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της κι αντιλήφθηκε πως κι η Αβιέντα έκλαιγε. «Συγγνώμη», ψιθύρισε θερμά η Ηλαίην. «Συγγνώμη, Αβιέντα».
«Συγχώρα με», ψιθύρισε η Αβιέντα. «Συγχώρα με».
Η Μοναέλ στεκόταν από πάνω τους τώρα. «Θα νιώσετε ξανά θυμό η μία για την άλλη, θα ανταλλάξετε πικρά λόγια, αλλά πάντα θα θυμάστε ότι ανταλλάξατε χτυπήματα. Και, μάλιστα, επειδή σας το ζήτησαν. Κι αυτά τα χτυπήματα θα εκπροσωπούν όλα τα μελλοντικά. Έχετε τοχ μεταξύ σας, τοχ που δεν μπορείτε να ανταποδώσετε κι ούτε καν θα προσπαθήσετε, γιατί κάθε γυναίκα έχει πάντα χρέος απέναντι στην πρωταδελφή της. Θα γεννηθείτε ξανά».
Η αίσθηση του σαϊντάρ στο δωμάτιο άλλαζε, αλλά η Ηλαίην δεν είχε την ευκαιρία να δει με ποιον τρόπο, ακόμα κι αν το είχε σκεφτεί. Το φως τρεμόσβησε, λες κι οι φανοί ήταν έτοιμοι να σβήσουν. Η αίσθηση από το αγκάλιασμα της Αβιέντα γινόταν όλο και πιο αχνή, το ίδιο κι οι ήχοι. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν η φωνή της Μοναέλ. «Θα γεννηθείτε ξανά». Όλα γύρω της, ακόμα κι η ίδια, άρχισαν να χάνονται. Έπαψε να υπάρχει.
Άρχισε να αντιλαμβάνεται κάπως. Δεν σκεφτόταν τον εαυτό της ως γυναίκα, δεν σκεφτόταν καν, ωστόσο αντιλαμβανόταν. Έναν ήχο. Κάτι σαν υγρό που στροβιλίζεται, παράγοντας έναν σφυριχτό θόρυβο. Πνιχτά κελαρύσματα και γουργουρίσματα, καθώς κι ένας ρυθμικός γδούπος, που ακουγόταν πάνω απ’ όλα. Ντουπ-ντουπ. Δεν ήξερε τι είναι ικανοποίηση, αλλά ήταν ικανοποιημένη. Ντουπ-ντουπ.
Χρόνος. Δεν ήξερε τι είναι χρόνος, ωστόσο ολόκληρες Εποχές πέρασαν. Ένας ήχος υπήρχε μέσα της, ένας ήχος που ήταν η ίδια. Ντουπ-ντουπ. Ο ίδιος ήχος, ο ίδιος ρυθμός όπως κι ο προηγούμενος. Ντουπ-ντουπ. Προερχόμενος από κάπου αλλού, πιο κοντά. Ντονπ-ντουπ. Κι άλλος. Ντουπ-ντουπ. Ο ίδιος ήχος, ο ίδιος χτύπος με τον δικό της, απαράλλαχτος. Ήταν ολόιδιοι, ήταν ένας. Ντουπ-ντουπ.
Ο παλμός συνεχίστηκε αδιάκοπος, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Άγγιξε την άλλη, που ήταν ο εαυτός της. Αισθανόταν. Ντουπ-ντουπ. Κινήθηκαν κι οι δύο, σφάδασαν, έμπλεξαν τα μέλη τους, απομακρύνθηκαν η μία από την άλλη, αλλά δεν αποχωρίζονταν ποτέ. Ντουπ-ντουπ. Μερικές φορές, υπήρχε φως στο σκοτάδι. Αμυδρό μεν κι ελάχιστα φωτεινό, αλλά λαμπερό για κάποιον που το μόνο που βίωνε ήταν το σκοτάδι. Ντουπ-ντουπ. Άνοιξε τα μάτια της, αντίκρισε τα μάτια της άλλης, που ήταν ο εαυτός της, και τα έκλεισε ξανά, ευχαριστημένη. Ντουπ-ντουπ.
Αλλαγή, ξαφνική και σοκαριστική για κάποιον που δεν έχει ιδέα τι είναι η αλλαγή. Πίεση. Ντουπ-ντουπ-ντουπ-ντουπ. Αυτός ο ανακουφιστικός παλμός ήταν ταχύτερος. Σπασμωδική πίεση. Πάλι και πάλι. Όλο και πιο έντονη. Ντουπ-ντουπ-ντουπ-ντουπ! Ντουπ-ντουπ-ντουπ-ντουπ!
Άξαφνα, ο άλλος, που ήταν ο εαυτός της... χάθηκε. Ήταν μόνη της πια. Δεν γνώριζε τι είναι φόβος, αλλά ήταν φοβιομένη και μόνη. Ντουπ-ντουπ-ντουπ-ντουπ. Πίεση! Μεγαλύτερη από πριν! Πίεση που την έστυβε, τη συνέθλιβε. Αν ήξερε πώς να ουρλιάξει, αν ήξερε καν τι είναι το ουρλιαχτό, θα ούρλιαζε.
Ύστερα, ο χώρος γέμισε φως, εκτυφλωτικό και γεμάτο περιδινούμενα οχήματα. Απέκτησε βάρος. Ποτέ της δεν είχε νιώσει τι είναι βάρος. Ένας οξύς πόνος στη μέση. Κάτι γαργαλούσε το πόδι και την πλάτη της. Αρχικά, δεν συνειδητοποίησε πως αυτός ο θρηνητικός ήχος προερχόταν από την ίδια. Κλώτσησε αδύναμα, κινώντας μέλη που δεν ήξερε πώς να τα κινήσει. Κάτι την ανασήκωσε και την ακούμπησε πάνω σε κάτι πιο μαλακό αλλά σταθερότερο από οτιδήποτε είχε νιώσει ποτέ, εκτός από τις αναμνήσεις της άλλης που ήταν ο εαυτός της, της άλλης που είχε χαθεί. Ντουπ-ντουπ. Ντουπ-ντουπ. Ο ήχος. Ο ίδιος ήχος, ο ίδιος παλμός. Η μοναξιά βασίλευε, αγνώριστη, αλλά υπήρχε ικανοποίηση επίσης.