Οι μνήμες άρχισαν να επιστρέφουν, με αργούς ρυθμούς. Ανασήκωσε το κεφάλι της, που ήταν ακουμπισμένο σε ένα στήθος, και κοίταξε το πρόσωπο της Άμυς. Ναι, της Άμυς. Στιλπνό από τον ιδρώτα και με μάτια κουρασμένα, αλλά χαμογελαστό. Κι αυτή ήταν η Ηλαίην. Ναι, η Ηλαίην Τράκαντ. Υπήρχε όμως κάτι περισσότερο μέσα της τώρα. Δεν είχε σχέση με τον δεσμό του Προμάχου, αλλά έμοιαζε κατά κάποιον τρόπο. Ήταν πιο αμυδρό, αλλά μεγαλοπρεπέστερο. Αργά, πάνω σε έναν λαιμό που παρέπαιε και ταλαντευόταν, έστρεψε το κεφάλι της να κοιτάξει την άλλη που ήταν ο εαυτός της, που κειτόταν στο άλλο στήθος της Άμυς. Στράφηκε να κοιτάξει την Αβιέντα, τα μαλλιά της οποίας ήταν κατσιασμένα, ενώ το πρόσωπο και το κορμί της έλαμπε από τον. ιδρώτα. Χαμογελούσε από χαρά. Γελούσαν κι έκλαιγαν, καθώς έπεφτε η μία στην αγκαλιά της άλλης, κι έμειναν εκεί, αγκαλιασμένες, λες και δεν σκόπευαν να αποχωριστούν ποτέ.
«Αυτή είναι η θυγατέρα μου Αβιέντα», είπε η Άμυς, «κι αυτή εδώ η θυγατέρα μου Ηλαίην, γεννημένες την ίδια μέρα, την ίδια ώρα. Είθε να διαφυλάξουν για πάντα η μία την άλλη, να αλληλοϋποστηρίζονται και να αγαπιούνται». Γέλασε απαλά, κουρασμένα, στοργικά. «Και τώρα, θα μας φέρει κανείς ρούχα προτού ξεπαγιάσουμε, οι καινούργιες θυγατέρες μου κι εγώ;»
Εκείνη τη στιγμή, η Ηλαίην ποσώς νοιαζόταν αν ξεπάγιαζε. Είχε κολλήσει πάνω στην Αβιέντα, όλο γέλια και δάκρυα. Είχε βρει την αδελφή της. Μα το Φως, είχε βρει την αδελφή της!
Η Τοβέιν Γκάζαλ ξύπνησε από τους ήχους της φασαρίας-διάφορες γυναίκες πηγαινοέρχονταν, μερικές εκ των οποίων μιλούσαν σιγανά. Ξαπλωμένη στο σκληρό, στενό ράντζο, αναστέναξε λυπημένη. Η εικόνα των τυλιγμένων χεριών της γύρω από τον λαιμό της Ελάιντα ήταν απλώς ένα ευχάριστο όνειρο. Αυτό το μικροσκοπικό δωματιάκι με τοίχους από καναβάτσο, η πραγματικότητα. Δεν είχε κοιμηθεί καλά κι ένιωθε αποδυναμωμένη, αποστραγγισμένη. Μάλλον είχε παρακοιμηθεί. Δεν είχε καιρό για πρωινό. Απρόθυμα, πέταξε τις κουβέρτες από πάνω της. Το κτήριο δεν ήταν παρά μια μικρή αποθήκη, με παχιά τοιχώματα και βαριά καδρόνια λίγο πιο πάνω από το κεφάλι της, διόλου ζεστή. Η ανάσα της σχημάτιζε ομίχλη κι ο τσουχτερός πρωινός αέρας τη σούβλιζε μέσα από το λεπτό της ρούχο, προτού προλάβει να ακουμπήσει τα πόδια της στις τραχιές πλάκες του δαπέδου. Ακόμα κι αν είχε σκοπό να κάτσει στο κρεβάτι, δεν την άφηναν οι διαταγές που είχε πάρει. Ο βρωμερός δεσμός του Λογκαίν καθιστούσε αδύνατη την ανυπακοή, ασχέτως του πόσο συχνά ευχόταν να μην είχε υπακούσει.
Ανέκαθεν προσπαθούσε να τον σκέφτεται απλώς ως Άμπλαρ ή, έστω, Άρχοντα Άμπλαρ, αλλά το όνομα Λογκαίν ήταν αυτό που ερχόταν πάντα στο μυαλό της. Ένα όνομα που είχε φροντίσει ο ίδιος να γίνει συνώνυμο της ατιμίας. Ο Λογκαίν, ο ψεύτικος Δράκοντας που είχε συντρίψει τις στρατιές της πατρίδας του, της Γκεάλνταν. Ο Λογκαίν, που είχε χαράξει ένα φονικό μονοπάτι μέσα από τους λίγους Αλταρανούς και Μουραντιανούς που είχαν αρκετό κουράγιο για να προσπαθήσουν να τον σταματήσουν, μέχρι που έφθασε να απειλεί το ίδιο το Λάγκαρντ. Ο Λογκαίν, που είχε ειρηνευτεί, αλλά εξακολουθούσε με κάποιο τρόπο να διαβιβάζει, κι ο οποίος είχε τολμήσει να στείλει τις καταραμένες υφάνσεις του από σαϊντίν στην Τοβέιν Γκάζαλ. Τι κρίμα που δεν την είχε προστάξει να πάψει να σκέφτεται! Διαισθανόταν τον άντρα στο πίσω μέρος του μυαλού της. Ήταν πάντα εκεί.
Για μια στιγμή, έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Μα το Φως! Το αγρόκτημα της Κυράς Ντόγουιλ έμοιαζε με το Χάσμα του Χαμού. Χρόνια ολόκληρα εξορίας και μετάνοιας χωρίς καμιά διέξοδο, παρά μόνο το αδιανόητο, να γίνει δηλαδή μια κυνηγημένη αποστάτισσα, κάτι που το είχε απορρίψει πριν ακόμα συμπληρωθεί μισή εβδομάδα αιχμαλωσίας της. Αυτό ήταν το Χάσμα του Χαμού. Και δεν υπήρχε σωτηρία. Κούνησε το κεφάλι της θυμωμένη και σκούπισε με τα δάχτυλά της τη λαμπερή υγρασία από τα μάγουλά της. Όχι! Θα έβρισκε τρόπο να δραπετεύσει, μόνο και μόνο για να βάλει τα αληθινά της χέρια γύρω από τον λαιμό της Ελάιντα. Θα έβρισκε τρόπο.
Εκτός από το ράντζο, υπήρχαν ακόμα τρία έπιπλα μόνο, ωστόσο δεν της άφηναν πολύ χώρο για να κινηθεί. Χρησιμοποιώντας το μαχαίρι της ζώνης της, έσπασε τον πάγο στη ριγέ κίτρινη κανάτα πάνω στον νιπτήρα, γέμισε τη ραγισμένη άσπρη λεκάνη και διαβίβασε, για να ζεστάνει το νερό, μέχρι που τολύπες ατμού άρχισαν να ανυψώνονται. Της επιτρεπόταν να διαβιβάσει γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά για κανέναν άλλον. Από συνήθεια, πλύθηκε κι έτριψε τα δόντια της με αλάτι και σόδα, και κατόπιν πήρε μια καθαρή αλλαξιά και κάλτσες από τη μικρή ξύλινη κασέλα, στα πόδια του ράντζου. Το δαχτυλίδι της το άφησε μέσα στην κασέλα, διπλωμένο κάτω από άλλα πράγματα μέσα σε ένα μικρό βελούδινο πουγκί. Άλλη μία διαταγή. Όλα της τα πράγματα βρίσκονταν εδώ, εκτός από το λυόμενο τραπεζάκι της. Ευτυχώς, αυτό είχε χαθεί όταν την πήραν. Τα ρούχα της κρέμονταν σε έναν στατήρα για μανδύες, το τελευταίο «έπιπλο» του δωματίου. Διάλεξε ένα χωρίς να κοιτάει, το φόρεσε μηχανικά και χρησιμοποίησε μια χτένα και μια βούρτσα για να σιάξει τα μαλλιά της.