Выбрать главу

Η βούρτσα με τη φιλντισένια λαβή άρχισε να κινείται πιο αργά, καθώς η Τοβέιν παρατήρησε τον εαυτό της στον φθηνό και γεμάτο φουσκάλες καθρέφτη του νιπτήρα. Βαριανασαίνοντας, άφησε κάτω τη βούρτσα, πλάι στην πανομοιότυπη χτένα. Το φόρεμα που είχε διαλέξει ήταν χοντρό, εξαίσια υφασμένο μάλλινο σε κόκκινο χρώμα χωρίς στολίδια, τόσο σκούρο που φάνταζε σχεδόν μαύρο. Μαύρο, σαν τον μανδύα ενός Άσα’μαν. Το παραμορφωμένο της είδωλο την ατένιζε μέσα από τον καθρέφτη, με τα χείλη σουφρωμένα. Αν άλλαζε, θα ήταν σαν να παραδίνεται. Με μια αποφασιστική κίνηση, άρπαξε τον γκρίζο μανδύα με γούνα νυφίτσας από τον στατήρα.

Μόλις τράβηξε την πόρτα από καναβάτσο, πρόσεξε περίπου είκοσι αδελφές, που ήδη καταλάμβαναν τον μακρόστενο, κεντρικό διάδρομο σε όλο το μήκος του οποίου υπήρχαν δωμάτια από καναβάτσο. Εδώ κι εκεί, κάποιες από δαύτες μιλούσαν μουρμουριστά, αλλά οι υπόλοιπες απέφευγαν να αλληλοκοιτάζονται, ακόμα κι αν ανήκαν στο ίδιο Άτζα. Ο φόβος ήταν έκδηλος, αλλά αυτό που ήταν εμφανές στα περισσότερα πρόσωπα ήταν η ντροπή. Η Ακούρε, μια ρωμαλέα Γκρίζα, κοιτούσε το χέρι που, φυσιολογικά, φορούσε το δαχτυλίδι της. Η Ντεσάντρε, μια λυγερή Κίτρινη, έκρυβε το δεξί της χέρι στη μασχάλη της.

Το ψιθυριστό κουβεντολόι έσβησε μόλις φάνηκε η Τοβέιν. Κάμποσες από τις γυναίκες την αγριοκοίταζαν φανερά. Ανάμεσά τους ήταν κι η Τζενάρε με τη Λεμάι, από το δικό της Άτζα! Η Ντεσάντρε έδειξε αρκετή ψυχραιμία και της γύρισε υποτιμητικά την πλάτη. Μέσα σε δύο μόνο μέρες, πενήντα μία Άες Σεντάι είχαν αιχμαλωτιστεί από αυτά τα μαυροντυμένα τέρατα, κι οι πενήντα από δαύτες κατηγορούσαν την Τοβέιν Γκάζαλ, λες κι η Ελάιντα α’Ρόιχαν δεν είχε βάλει το χεράκι της σε αυτή την καταστροφή. Αν δεν επενέβαινε ο Λογκαίν, θα είχαν πάρει την εκδίκηση τους από την πρώτη κιόλας νύχτα. Δεν τον αγαπούσε επειδή τις σταμάτησε κι έβαλε την Καρνιέλε να Θεραπεύσει τα σημάδια που άφησαν οι βουρδουλιές; και τις μελανιές από τις μπουνιές και τις κλωτσιές. Καλύτερα να τη σκότωναν στο ξύλο παρά να του χρωστούσε ευγνωμοσύνη.

Έβαλε τον μανδύα στους ώμους της και, προχωρώντας καμαρωτή στον διάδρομο, βγήκε στο ωχρό ηλιόφως του πρωινού, το οποίο ταίριαζε με την κακοκεφιά της. Πίσω της, κάποια από τις αδελφές ξεστόμισε δριμύτατα λόγια, τα οποία κόπηκαν απότομα καθώς έκλεινε η πόρτα. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς φορούσε την κουκούλα της, σφίγγοντας τη μαύρη γούνα γύρω από το πρόσωπό της. Όποιος πρόσβαλλε την Τοβέιν Γκάζαλ, δεν είχε ελπίδες να ξεφύγει. Ακόμα κι η Κυρά Ντόγουιλ, η οποία με τα χρόνια την είχε εξευτελίσει σε μια απομίμηση υποταγής, είχε πάρει το μάθημά της όταν η εξορία της πήρε τέλος. Θα τους έδειχνε. Ολονών!

Ο κοιτώνας που μοιραζόταν με τις άλλες βρισκόταν στην άκρη ενός μεγάλου χωριού, αν και παράξενου. Ήταν ένα χωριό των Άσα’μαν. Παντού τριγύρω, έτσι της είχαν πει, το έδαφος ήταν σημαδεμένο για την κατασκευή οικοδομημάτων που, όπως ισχυρίζονταν, θα έκαναν τον Λευκό Πύργο να μοιάζει νάνος μπροστά τους, εκεί όμως ζούσαν οι περισσότεροι τώρα. Σε πέντε τεράστιους κι ογκώδεις πέτρινους στρατώνες, τοποθετημένους κατά μήκος οδών εξίσου πλατιών με αυτές της Ταρ Βάλον, ο καθένας εκ των οποίων μπορούσε να φιλοξενήσει έως κι εκατό Στρατιώτες Άσα’μαν. Δόξα στο Φως, δεν ήταν ακόμα γεμάτοι, αλλά τα χιονοσκέπαστα ικριώματα περίμεναν την άφιξη εργατών γύρω από τα βαριά τείχη δύο ακόμα στρατώνων, που ήταν σχεδόν έτοιμοι για την τοποθέτηση της καλαμοσκεπής. Είχαν κατασκευαστεί επίσης δώδεκα μικρότερα πέτρινα οικοδομήματα, χωρητικότητας δέκα Αφοσιωμένων το καθένα, ενώ άλλο ένα βρισκόταν υπό κατασκευή. Σκόρπια τριγύρω υπήρχαν διακόσια σχεδόν σπίτια, οπό αυτά που έβλεπε κανείς σε οποιοδήποτε χωριό, όπου ζούσαν κάποιοι από τους νυμφευμένους άντρες, ενώ οι οικογένειες των υπολοίπων δεν απείχαν πολύ κι ήταν σε διαρκή ετοιμότητα.