Выбрать главу

Οι άντρες που ήταν ικανοί να διαβιβάσουν δεν την τρόμαζαν. Ναι, είναι αλήθεια πως κάποτε είχε πανικοβληθεί για μια στιγμή, αλλά αυτό ήταν άσχετο. Ωστόσο, πεντακόσιοι άντρες ικανοί να διαβιβάσουν ήταν αγκάθι στα πλευρά της και δεν μπορούσε να το βγάλει. Πεντακόσιοι! Μερικοί εκ των οποίων, μάλιστα, μπορούσαν και να Ταξιδεύουν. Τρομερά επώδυνο αγκάθι. Επιπλέον, είχε ήδη διασχίσει περισσότερο από ένα μίλι μέσα από το δάσος προς το τείχος. Αυτό, ό,τι κι αν σήμαινε, την τρόμαζε πιότερο.

Το τείχος δεν τελείωνε παρά μόνο στα δώδεκα ή δεκαπέντε πόδια, εκεί όπου μόλις άρχιζαν να υψώνονται οι πύργοι κι οι προμαχώνες. Υπήρχαν σημεία όπου θα μπορούσε να σκαρφαλώσει πάνω από σωρούς με μαύρες πέτρες, αυτό όμως ερχόταν σε αντίθεση με τις διαταγές που είχε λάβει, δηλαδή να μην προσπαθήσει να δραπετεύσει. Όλο αυτό το πράγμα κάλυπτε μια έκταση οκτώ μιλίων, κι η Τοβέιν είχε αρχίσει να πιστεύει τον Λογκαίν όταν της έλεγε πως η κατασκευή είχε ξεκινήσει λιγότερους από τρεις μήνες πριν. Άλλωστε, την είχε αρκετά του χεριού του για να μπει στον κόπο να της πει ψέματα. Κατά τη γνώμη του, τα τείχη ήταν χάσιμο χρόνου και περιττή προσπάθεια, κι ίσως ήταν, αλλά κατάφερναν να κάνουν τα δόντια της να τρίζουν. Τρεις μόνο μήνες. Φτιάχτηκαν με τη χρήση της Δύναμης. Της αρσενικής πλευράς της Δύναμης. Όταν σκεφτόταν αυτά τα μαύρα τείχη, έβλεπε μια αδυσώπητη, ασταμάτητη δύναμη, μια κατολίσθηση από μαύρες πέτρες, που γλιστρούσαν προς το μέρος του Λευκού Πύργου, για να τον θάψουν κάτω από τον όγκο τους. Αδύνατον, ασφαλώς. Αδύνατον μεν, αλλά όταν δεν ονειρευόταν τον στραγγαλισμό της Ελάιντα, ονειρευόταν αυτό.

Η χιονόπτωση είχε συνεχιστεί κατά τη διάρκεια της νύχτας και μια βαριά, λευκή κουβέρτα κάλυπτε τις οροφές, αλλά δεν ήταν ανάγκη να βγει στους πλατιούς δρόμους. Οι πατωμένες βρωμιές είχαν καθαριστεί, μια αγγαρεία που είχαν αναλάβει οι εκπαιδευόμενοι πριν ανατείλει ο ήλιος. Χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη για τα πάντα, από το να γεμίσουν ξυλόκουτα μέχρι να καθαρίσουν τα ρούχα τους! Μαυροντυμένοι άντρες πηγαινοέρχονταν στους δρόμους, κι ακόμα περισσότεροι μαζεύονταν σε σειρές μπροστά από τους στρατώνες τους, ενώ οι αγριοφωνάρες μερικών ακούγονταν παντού. Γυναίκες τυλιγμένες με βαριά ρούχα ενάντια στο κρύο περπατούσαν ανάμεσά τους, κουβαλώντας υπομονετικά καλάθια στην αποθήκη του φροντιστή ή κουβάδες με νερό στην πλησιέστερη πηγή, αν κι η Τοβέιν δεν μπορούσε με τίποτα να κατανοήσει πώς ήταν δυνατόν να παραμένει μια γυναίκα δίπλα σε έναν άντρα όταν ξέρει περί τίνος πρόκειται. Ακόμα πιο παράξενο ήταν το γεγονός πως υπήρχαν και παιδιά, που έτρεχαν πάνω κάτω στον δρόμο, γύρω από τις παρέες των αντρών με την ικανότητα της διαβίβασης, φωνάζοντας και γελώντας, πλέκοντας στεφάνια, πετώντας ψηλά ζωγραφιστές μπάλες και παίζοντας με κούκλες ή με τα σκυλιά. Μια στάλα ομαλότητας, που έκανε πιο έντονη τη δυσωδία των υπολοίπων.

Μπροστά της, μια έφιππη ομάδα πλησίαζε στον δρόμο με ρυθμικό βηματισμό των αλόγων. Στο σύντομο χρονικό διάστημα που βρισκόταν εδώ —σε αυτό το ατελείωτο διάστημα, δηλαδή— δεν είχε δει κανέναν έφιππο στο χωριό, εκτός από εργάτες πάνω σε καρότσια ή σε άμαξες. Ούτε καν επισκέπτες, κι ήταν ολοφάνερο πως ορισμένοι από αυτούς ήταν όντως επισκέπτες. Πέντε μαυροντυμένοι άντρες συνόδευαν μια ντουζίνα άλλους, που φορούσαν τα κόκκινα πανωφόρια και τους μανδύες της Φρουράς της Βασίλισσας, με δύο ξανθομάλλες να προηγούνται, η μία με έναν ερυθρόλευκο μανδύα, πλαισιωμένο από μαύρη γούνα, κι η άλλη... Η Τοβέιν ανασήκωσε το ένα της φρύδι. Η άλλη φορούσε τα πράσινα παντελόνια των Καντορινών κι ένα πανωφόρι που έμοιαζε να ανήκει στον Στρατηγό της Φρουράς. Ο κόκκινος χιτώνας της είχε στους ώμους μέχρι και χρυσά γαλόνια που υποδήλωναν τον βαθμό της! Ίσως είχε κάνει λάθος σχετικά με τους άντρες. Τούτη εδώ θα τα έβρισκε σκούρα αν συναντούσε μπροστά της αληθινούς Φρουρούς. Όπως και να έχει όμως, ήταν αρκετά νωρίς για επισκέπτες.

Κάθε φορά που η παράξενη παρέα έφτανε σε κάποιον σχηματισμό, ο άντρας που προπορευόταν φώναζε «Άσα’μαν, προσοχή!» και τα τακούνια από τις μπότες αντηχούσαν με γδούπο πάνω στο σκληρό χώμα, καθώς οι υπόλοιποι άντρες έμεναν ακίνητοι σαν κολόνες.

Τραβώντας την κουκούλα της μπροστά, για να καλύψει καλύτερα το πρόσωπό της, η Τοβέιν μετακινήθηκε στα πλάγια του δρόμου, κοντά στη γωνία ενός μικρότερου πέτρινου καταυλισμού. Ένας άντρας με διχαλωτή γενειάδα και με το ασημένιο ξίφος καρφιτσωμένο στον ψηλό του γιακά βγήκε έξω, ρίχνοντάς της μια περίεργη ματιά, χωρίς να επιβραδύνει τον βηματισμό του.

Σκέφτηκε αυτό που είχε κάνει, κι η σκέψη τη χτύπησε σαν κουβάς με κρύο νερό. Σχεδόν έκλαψε. Κανείς από αυτούς τους ξένους δεν θα μπορούσε να εντοπίσει το πρόσωπο μιας Άες Σεντάι, έστω κι αν την αναγνώριζαν. Αν κάποια από αυτές τις γυναίκες είχε την ικανότητα της διαβίβασης, πράγμα απίθανο, η ίδια δεν θα περνούσε από κοντά για να την καταλάβουν. Ήταν εξοργισμένη και πάλευε να βρει έναν τρόπο να παρακούσει τον Λογκαίν, αλλά την επόμενη στιγμή έκανε ό,τι ήταν απαραίτητο για να φέρει εις πέρας τις οδηγίες του, δίχως καν να το σκεφτεί!