Выбрать главу

Σχεδόν απροκάλυπτα, σταμάτησε απότομα στο σημείο που βρισκόταν και γύρισε να παρακολουθήσει τους επισκέπτες. Αυτομάτως, τα χέρια της ήλεγξαν την κουκούλα της, πριν προλάβει να τα τραβήξει στα πλευρά της. Ήταν αξιολύπητο και γελοίο. Γνώριζε τον επικεφαλής Άσα’μαν —οπτικά, τουλάχιστον— έναν ογκώδη μεσήλικα με λαδερά, μαύρα μαλλιά, γλοιώδες χαμόγελο και με μάτια οιωνοσκόπου. Από τους υπόλοιπους, όμως, δεν γνώριζε κανέναν. Τι ήλπιζε να κερδίσει μ’ αυτό; Πώς θα εμπιστευόταν ένα μήνυμα σε κάποιον από αυτούς; Ακόμα κι όταν θα έφευγε η συνοδεία, πώς θα τους πλησίαζε για να παραδώσει το μήνυμά της, από τη στιγμή που απαγορευόταν να ανακαλύψει κάποιος ξένος την παρουσία μιας Άες Σεντάι;

Ο τύπος με τα μάτια οιωνοσκόπου έμοιαζε να βαριέται τα καθήκοντά του αυτό το πρωινό, και δεν έμπαινε καν στον κόπο να κρύψει τα χασμουρητά του πίσω από το γαντοφορεμένο του χέρι. «...μόλις τελειώσουμε από δω», έλεγε καθώς προσπερνούσε την Τοβέιν, «θα σας δείξω την Τεχνόπολη. Είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτό εδώ το μέρος. Διαθέτουμε κάθε είδους τεχνίτες, από οικοδόμους και ξυλουργούς μέχρι σιδεράδες και ράφτες. Μπορούμε να φτιάξουμε οτιδήποτε χρειαζόμαστε, Αρχόντισσα Ηλαίην».

«Εκτός από γογγύλια», είπε κεφάτα μια από τις άλλες γυναίκες, κι οι υπόλοιπες γέλασαν.

Το κεφάλι της Τοβέιν τινάχτηκε. Παρακολουθούσε τους καβαλάρηδες να κατηφορίζουν τον δρόμο υπό τη συνοδεία ηχηρών διαταγών και γδούπων από τις μπότες. Αρχόντισσα Ηλαίην; Η Ηλαίην Τράκαντ; Η νεότερη από τις δύο ανταποκρινόταν στην περιγραφή που της είχαν δώσει. Η Ελάιντα δεν είχε αποκαλύψει τον λόγο που επιθυμούσε τόσο πολύ να τσακώσει μια Αποδεχθείσα που είχε λιποτακτήσει, ακόμα κι αν η τελευταία επρόκειτο να γίνει βασίλισσα, αλλά ποτέ δεν άφηνε μια αδελφή να αφήσει τον Πύργο χωρίς διαταγές για το τι να κάνει αν τυχόν συναντούσε κάπου το κορίτσι. Τα μάτια σου δεκατέσσερα, Ηλαίην Τράκαντ, σκέφτηκε η Τοβέιν. Δεν Θα ήθελα να δώσω στην Ελάιντα την ικανοποίηση να σε βάλει στο χέρι.

Πολύ θα ήθελε να αναλογιστεί αν υπήρχε κάποιος τρόπος να χρησιμοποιήσει την παρουσία του κοριτσιού εδώ, αλλά ξαφνικά αντιλήφθηκε διάφορες αισθήσεις στο πίσω μέρος του μυαλού της. Μια γλυκιά ευχαρίστηση και μια ολοένα αυξανόμενη πρόθεση. Ο Λογκαίν είχε τελειώσει το πρωινό του και σύντομα θα έβγαινε έξω. Της είχε πει να είναι εκεί.

Πριν ακόμα το σκεφτεί καλά-καλά, άρχισε να τρέχει. Το αποτέλεσμα ήταν να μπλεχτεί η φούστα στα πόδια της και να κουτρουβαλήσει ατσούμπαλα στο έδαφος, νιώθοντας να της κόβεται η ανάσα. Αισθάνθηκε την οργή και τη μανία να φουντώνουν μέσα της, αλλά σηκώθηκε αμέσως και, χωρίς να σταματήσει, για να τινάξει από πάνω της τη σκόνη, μάζεψε τη φούστα πάνω από τα γόνατά της κι άρχισε να τρέχει ξανά, με τον χιτώνα να ανεμίζει πίσω της. Οι βραχνές φωνές των αντρών την ακολούθησαν σε όλο το μήκος του δρόμου, ενώ τα παιδιά χαχάνιζαν κι έδειχναν προς το μέρος της καθώς η γυναίκα τα προσπερνούσε.

Ξαφνικά, περικυκλώθηκε από μια αγέλη σκυλιά, που άρχισαν να γρυλίζουν και να προσπαθούν να τη δαγκώσουν στις φτέρνες. Η Τοβέιν αναπηδούσε τριγύρω, στριφογύριζε και κλωτσούσε, αλλά αυτά δεν την άφηναν σε ησυχία. Ήθελε να ουρλιάξει από απογοήτευση κι οργή. Τα σκυλιά ήταν ανέκαθεν μεγάλη ενόχληση και δεν μπορούσε να διαβιβάσει ούτε φτερό για να τα απομακρύνει. Ένα γκρίζο κυνηγόσκυλο άρπαξε με το στόμα του ένα μέρος της ταλαντευόμενης φούστας της, τραβώντας την πλάγια. Ο πανικός υπερίσχυσε οτιδήποτε άλλου. Αν έπεφτε ξανά, θα την έκαναν κομμάτια.

Μια γυναίκα με καφετιά μάλλινη ζακέτα έβγαλε μια κραυγή και τίναξε το βαρύ καλάθι της προς το μέρος του σκύλου που τραβούσε τη φούστα της Τοβέιν, αναγκάζοντας τον να παραμερίσει. Ο κουβάς μιας παχουλής γυναίκας βρήκε στα πλευρά ένα καφετί κοπρόσκυλο με βούλες κι αυτό έβγαλε μια υλακή και το έβαλε στα πόδια. Η Τοβέιν κοίταζε τριγύρω έκπληκτη, κι εξαιτίας της αφηρημάδας της αναγκάστηκε να τραβήξει απότομα το αριστερό της πόδι από ένα άλλο σκυλί, πληρώνοντας την απροσεξία της με ένα κομμάτι κάλτσα και λίγο δέρμα. Γύρω της είχαν μαζευτεί γυναίκες που χτυπούσαν τα ζώα με ό,τι είχαν πρόχειρο.

«Τρέχα, Άες Σεντάι», της είπε μια λεπτή γκριζομάλλα γυναίκα, δίνοντας κοφτά χτυπήματα με μια βέργα σε ένα σκυλί γεμάτο βούλες. «Δεν θα σε ενοχλήσουν άλλο. Προσωπικά, προτιμώ τις γάτες, αλλά, βλέπεις, δεν αντέχουν τον άντρα μου. Τρέχα».