Η Τοβέιν δεν περίμενε για να ευχαριστήσει τις γυναίκες που την έσωσαν. Άρχισε να τρέχει, με τις σκέψεις να κατακλύζουν το μυαλό της. Οι γυναίκες ήξεραν. Από τη στιγμή που γνώριζε ένας την ύπαρξη της, τη γνώριζαν όλοι. Ωστόσο, ήταν αδύνατον να μεταφέρουν μηνύματα, ήταν αδύνατον να τη βοηθήσουν να δραπετεύσει, όσο τουλάχιστον επιθυμούσαν να παραμείνουν σώες κι αβλαβείς. Δεν θα το έκαναν, αν καταλάβαιναν ποια βοηθούσαν. Αυτό ήταν σίγουρο.
Λίγο πριν φτάσει στο σπίτι του Λογκαίν, που βρισκόταν ανάμεσα σε αρκετά άλλα στον στενό παράδρομο, επιβράδυνε τον βηματισμό της κι έσιαξε βιαστικά τη φούστα της. Οκτώ ή εννιά μαυροντυμένοι περίμεναν έξω, αγόρια, ηλικιωμένοι και μεσήλικες, αλλά από τον ίδιο τον Λογκαίν ούτε ίχνος. Η Τοβέιν εξακολουθούσε να τον διαισθάνεται, γεμάτο πρόθεση αλλά συγκεντρωμένο. Ίσως να διάβαζε. Προχώρησε τον υπόλοιπο δρόμο με βήμα γεμάτο αξιοπρέπεια. Συγκροτημένη και δείχνοντας ολοφάνερα πως ήταν Άες Σεντάι, άσχετα με τις συνέπειες που μπορεί να επεφύλασσε αυτό. Κατάφερε σχεδόν να ξεχάσει το έξαλλο φευγιό της από τα σκυλιά.
Το σπίτι την άφηνε έκπληκτη κάθε φορά που το έβλεπε. Υπήρχαν κι άλλα εξίσου μεγάλα στον ίδιο δρόμο, δύο εκ των οποίων ήταν ακόμα μεγαλύτερα. Δεν ήταν παρά ένα συνηθισμένο, ξύλινο διώροφο, μολονότι η κόκκινη πόρτα, τα παραθυρόφυλλα και το πλαίσιο των παραθύρων φάνταζαν παράξενα. Απέριττες κουρτίνες έκρυβαν το εσωτερικό, αλλά το γυαλί στα παράθυρα ήταν τόσο φθηνό, ώστε αμφέβαλλε αν θα έβλεπε καθαρά ακόμα κι αν οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες. Ένα σπίτι κατάλληλο για κάποιον όχι ιδιαίτερα επιτυχημένο μαγαζάτορα. Δύσκολα θα έλεγες πως ανήκει σε έναν από τους πιο διαβόητους εν ζωή ανθρώπους.
Για μια στιγμή, αναρωτήθηκε τι καθυστερούσε την Γκαμπρέλ. Η άλλη αδελφή που είχε δεσμευθεί από τον Λογκαίν είχε λάβει τις ίδιες ακριβώς οδηγίες και, μέχρι τώρα, πάντα ερχόταν πρώτη. Η Γκαμπρέλ ανέκαθεν ήταν ενθουσιώδης και μελετούσε τους Άσα’μαν σαν να σκόπευε να γράψει βιβλίο γι’ αυτούς. Ίσως και να σκόπευε· οι Καφετιές αδελφές μπορούσαν να γράψουν για οποιοδήποτε θέμα. Έβγαλε την άλλη αδελφή από το μυαλό της, αν και, σε περίπτωση που η Γκαμπρέλ κατέφθανε καθυστερημένη, έπρεπε να αναζητήσει την αιτία. Προς το παρόν, όμως, είχε να ασχοληθεί με τα δικά της θέματα.
Οι άντρες έξω από την κόκκινη πόρτα την κοιτούσαν χωρίς να λένε τίποτα, χωρίς καν να ανταλλάσουν κουβέντες. Ωστόσο, δεν υπήρχε έχθρα στα βλέμματά τους. Απλά περίμεναν. Κανείς τους δεν φορούσε μανδύα, αν κι η ανάσα τους έφτιαχνε αχνά φτερά μπροστά στα πρόσωπά τους. Όλοι τους ήταν Αφοσιωμένοι, με τις καρφίτσες των ασημένιων σπαθιών πάνω στα πέτα τους.
Ήταν όλα ίδια κι απαράλλαχτα κάθε πρωί που αναφερόταν με αυτόν τον τρόπο, αν κι οι άντρες δεν ήταν πάντα οι ίδιοι. Μερικούς τους γνώριζε, ονομαστικά τουλάχιστον, ενώ κάποιοι άλλοι της θύμιζαν κάτι αόριστο. Ο Έβιν Βιντσόβα, ο ομορφονιός που παρίστατο στη σύλληψή της από τον Λογκαίν, ήταν εκεί, γέρνοντας σε μια γωνιά του σπιτιού και παίζοντας με ένα κομμάτι σχοινί. Ο Ντονάλο Σαντομέρε, αν αυτό ήταν το αληθινό του όνομα, με το ζαρωμένο πρόσωπο, χαρακτηριστικό ενός αγρότη, και τη μυτερή και περιποιημένη, λιπαρή γενειάδα, είχε πάρει τη νωθρή στάση που θεωρούσε πως πρέπει να έχει κάθε ευγενής. Ο Ταραμπονέζος Άντρολ Γκένχαλντ, ένας ογκώδης τύπος με τα βαριά του φρύδια σμιγμένα, σαν σε βαθιά σκέψη, και τα χέρια πιασμένα πίσω από την πλάτη του. Φορούσε ένα χρυσό δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο, αλλά η Τοβέιν δεν τον θεωρούσε τίποτα περισσότερο από έναν απλό μαθητευόμενο που είχε ξυρίσει το μουστάκι του κι είχε εγκαταλείψει το βέλο του. Ο Μέζαρ Κούριν, ένας Ντομανός με γκρίζους κροτάφους, ο οποίος ψηλάφιζε τον γρανάτη στο αριστερό του αυτί· θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ελάσσων ευγενής. Η Τοβέιν ταξινομούσε ένα ακριβέστατο αρχείο από ονόματα και πρόσωπα μέσα στο κεφάλι της. Αργά ή γρήγορα, όλοι αυτοί θα γίνονταν θηράματα, και κάθε πληροφορία που μπορούσε να βοηθήσει στην αναγνώριση τους θα ήταν χρήσιμη.
Η κόκκινη πόρτα άνοιξε κι οι άντρες στάθηκαν προσοχή, αλλά δεν ήταν ο Λογκαίν αυτός που βγήκε.
Η Τοβέιν ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια της κι αντίκρισε με άτονο βλέμμα τα σκουροπράσινα μάτια της Γκαμπρέλ, χωρίς να μπει στον κόπο να κρύψει την αποστροφή της. Ο καταραμένος δεσμός με τον Λογκαίν τής είχε κάνει ξεκάθαρο τι είχε μεσολαβήσει την προηγούμενη νύχτα —φοβόταν πως δεν θα την έπαιρνε ο ύπνος— αλλά δεν υποπτευόταν την Γκαμπρέλ ούτε στις σκοτεινότερες φαντασιώσεις της! Κάποιοι από τους άντρες έμοιαζαν εξίσου ξαφνιασμένοι μ’ αυτήν, ενώ μερικοί άλλοι πάσχιζαν να κρύψουν τα χαμόγελά τους. Ο Κούριν χαμογέλασε ανενδοίαστα και χάιδεψε το λεπτό μουστάκι του με τον αντίχειρα.