«Σας ευχαριστώ και τις δύο», είπε ξερά η Σερίν, «που επισημάνατε το προφανές. Είναι πολύ αργά πια να κάνουμε πίσω, Γιουκίρι, άρα πρέπει να συνεχίσουμε. Στη θέση σου, Πεβάρα, δεν θα έβαζα τις φωνές σε μια από τις τέσσερις γυναίκες σ’ ολόκληρο τον Πύργο που ξέρω ότι μπορώ να εμπιστευτώ».
Η Γιουκίρι αναψοκοκκίνισε κι έσιαξε το επώμιό της, ενώ η Πεβάρα φάνηκε κάπως ταραγμένη. Κάπως. Μπορεί όλες τους να ήταν Καθήμενες, αλλά η Σερίν ήταν σίγουρα η επικεφαλής. Η Σέαν αμφέβαλλε για τα αισθήματά της σχετικά με αυτό το γεγονός. Λίγες ώρες πριν, εκείνη κι η Πεβάρα ήταν δύο παλιές φίλες, μόνες τους σε μια επικίνδυνη αναζήτηση, ισότιμες, παίρνοντας αποφάσεις από κοινού· τώρα είχαν συμμάχους. Θα έπρεπε να είναι ευγνώμων για τις επιπλέον συντρόφους της. Εντούτοις, δεν βρίσκονταν στην Αίθουσα και δεν μπορούσαν να αξιώσουν τα δικαιώματα των Καθήμενων σε αυτό το ζήτημα. Οι ιεραρχίες του Πύργου είχαν αναλάβει, κανονίζοντας με λεπτές —και, μερικές φορές, όχι τόσο λεπτές— διακρίσεις κατά πόσον κάποια ήταν ανώτερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες. Η αλήθεια ήταν πως η Σερίν είχε υπάρξει μαθητευόμενη κι Αποδεχθείσα σχεδόν τον διπλάσιο χρόνο από την πλειονότητα, άλλη σαράντα χρόνια Καθήμενη, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη, ήταν υπεραρκετά. Η Σέαν θα θεωρούνταν τυχερή αν η Σερίν ζητούσε τη γνώμη της, πόσω μάλλον τη συμβουλή της, πριν πάρει οποιαδήποτε απόφαση. Ήταν τρελό, αλλά ένιωθε αυτού του είδους την επίγνωση σαν αγκάθι στο πόδι της.
«Οι Τρόλοκ τη σέρνουν προς το καζάνι», είπε ξαφνικά η Ντόεσιν, κι η φωνή της έμοιαζε με τριγμό. Ένα αχνό μοιρολόι ξέφυγε ανάμεσα από τα σφιχτά δόντια της Τάλεν κι η ίδια τρεμούλιασε τόσο έντονα, που φάνηκε σαν να δονείται. «Δεν... δεν ξέρω αν μπορώ να... να καώ και να...»
«Ξυπνήστε την», πρόσταξε η Σερίν χωρίς να κοιτάξει τριγύρω για να διαπιστώσει τι σκέφτονταν οι υπόλοιπες. «Γιουκίρι, πάψε να είσαι σκυθρωπή, κι ετοιμάσου».
Η Γκρίζα αδελφή τής έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αλαζονεία κι οργή, αλλά όταν η Ντόεσιν άφησε τις υφάνσεις να σβήσουν και τα γαλαζωπά μάτια της Τάλεν τρεμόπαιξαν κι άνοιξαν, η λάμψη του σαϊντάρ περικύκλωσε τη Γιουκίρι, η οποία θωράκισε τη γυναίκα που κειτόταν πάνω στο Κάθισμα χωρίς να προφέρει λέξη. Η Σερίν ήταν επικεφαλής, κάτι που όλες γνώριζαν και δεν άλλαζε με τίποτα. Πολύ μυτερό αυτό το αγκάθι.
Η θωράκιση έμοιαζε περιττή. Με το πρόσωπό της μια μάσκα τρόμου, η Τάλεν αναρρίγησε και βαριανάσανε, λες κι είχε διανύσει δέκα μίλια τρέχοντας σαν τρελή. Εξακολουθούσε να είναι βυθισμένη στη μαλακή επιφάνεια, αλλά μια κι η Ντόεσιν είχε πάψει να διαβιβάζει, η επιφάνεια δεν έπαιρνε πια το σχήμα του κορμιού της. Η Τάλεν κοίταξε την οροφή με μάτια διάπλατα ανοικτά κι ύστερα τα έκλεισε σφικτά, ανοίγοντάς τα ξανά την επόμενη στιγμή. Όποιες μνήμες κι αν βρίσκονταν πίσω από τα βλέφαρά της, δεν είχε καμία διάθεση να τις αντικρίσει.
Καλύπτοντας με δύο δρασκελιές την αηόσταση μέχρι το Κάθισμα, η Πεβάρα τίναξε τη Ράβδο των Όρκων προς το μέρος της ταραγμένης γυναίκας. «Αρνήσου όλους τους όρκους που σε δεσμεύουν και ξαναπάρε τους Τρεις Όρκους, Τάλεν», είπε τραχιά. Η Τάλεν αποτραβήχτηκε από τη Ράβδο, λες κι ήταν δηλητηριώδες φίδι, και τινάχτηκε από την αντίθετη μεριά καθώς η Σερίν έσκυβε από πάνω της.
«Την επόμενη φορά, Τάλεν, ετοιμάσου για το καζάνι ή για την τρυφερή περιποίηση του Μυρντράαλ». Το πρόσωπο της Σερίν ήταν σκληρό, αλλά ο τόνος της φωνής της το έκανε να φαίνεται συγκριτικά μαλακό. «Και δεν θα ξυπνήσεις στο μεταξύ. Ακόμα, όμως, κι αν δεν δουλέψει αυτό, θα υπάρξει κι άλλη φορά, κι άλλη, έστω κι αν χρειαστεί να κάτσουμε εδώ μέχρι το καλοκαίρι». Η Ντόεσιν άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, αλλά τελικά αρκέστηκε σε έναν απλό μορφασμό. Μονάχα αυτή ανάμεσά τους γνώριζε πώς να χειρίζεται το Κάθισμα, αλλά συγκριτικά με τις υπόλοιπες ήταν εξίσου χαμηλόβαθμη με τη Σέαν.
Η Τάλεν εξακολουθούσε να κοιτάζει τη Σερίν. Δάκρυα φάνηκαν στα μεγάλα της μάτια κι άρχισε να κλαψουρίζει, αναρριγώντας με λυγμούς απελπισίας. Άπλωσε το χέρι της στα τυφλά, ψαχουλεύοντας, μέχρι που η Πεβάρα ακούμπησε τη Ράβδο των Όρκων στην παλάμη της. Αγκαλιάζοντας την Πηγή, η Πεβάρα διαβίβασε ένα νήμα Πνεύματος στη Ράβδο. Η Τάλεν άρπαξε την παχιά σαν τον καρπό της ράβδο τόσο δυνατά, που οι αρθρώσεις της άσπρισαν, ωστόσο απέμεινε ακίνητη να κλαίει με λυγμούς.
Η Σερίν όρθωσε το ανάστημά της. «Φοβάμαι πως είναι ώρα να την κοιμίσουμε πάλι, Ντόεσιν».
Τα δάκρυα ξεχύθηκαν πιο έντονα από τα μάτια της Τάλεν και κάτι μουρμούρισε ανάμεσα στους λυγμούς της. «Αρνούμαι... όλους τους όρκους... που με δεσμεύουν». Μόλις ξεστόμισε την τελευταία λέξη, άρχισε να ουρλιάζει.