Η μελαχρινή γυναίκα δεν μπήκε καν στον κόπο να κοκκινίσει από ντροπή. Ανασήκωσε κάπως την υπεροπτική της μύτη και με τολμηρές κινήσεις τακτοποίησε το σκούρο μπλε φόρεμα πάνω στους γοφούς της, σαν να ήθελε να κάνει γνωστό ότι το είχε φορέσει μόλις πριν από λίγο. Ρίχνοντας τον μανδύα γύρω από τους ώμους της, έδεσε τα κορδόνια και γλίστρησε προς το μέρος της Τοβέιν, γαλήνια κι ήρεμη, λες και βρισκόταν στον Πύργο.
Η Τοβέιν άδραξε το μπράτσο της ψηλότερης γυναίκας και την τράβηξε λίγο πιο μακριά από τους άντρες. «Μπορεί να είμαστε αιχμάλωτες, Γκαμπρέλ», της ψιθύρισε άγρια, «αλλά αυτός δεν είναι λόγος να παραδοθείς, ειδικά στην πρόστυχη λαγνεία του Άμπλαρ!» Η άλλη γυναίκα δεν φαινόταν ούτε καν πτοημένη! Μια σκέψη ξεπήδησε στο μυαλό της. Μα, φυσικά. «Μήπως... μήπως σε διέταξε;»
Με κάτι σαν περιφρονητικό χλευασμό, η Γκαμπρέλ ελευθερώθηκε. «Τοβέιν, μου πήρε δύο μέρες να αποφασίσω αν θα έπρεπε να "παραδοθώ" στη λαγνεία του, όπως το έθεσες. Νιώθω τυχερή που χρειάστηκαν τέσσερις για να τον πείσω να με αφήσει. Εσείς οι Κόκκινες μπορεί να μην το ξέρετε, αλλά στους άντρες αρέσουν οι συζητήσεις και τα κουτσομπολιά. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ακούς ή να προσποιείσαι ότι ακούς, κι ο άντρας θα σου διηγηθεί όλη του τη ζωή». Συνοφρυώθηκε σκεφτική και ζάρες σχηματίστηκαν στο μέτωπό της, ενώ το στρίψιμο στα χείλη της χάθηκε. «Αναρωτιέμαι αν ισχύει το ίδιο και για συνηθισμένες γυναίκες».
«Αν ισχύει τι πράγμα;» τη ρώτησε απαιτητικά η Τοβέιν. Άραγε, η Γκαμπρέλ τον κατασκόπευε; Ή μήπως προσπαθούσε να βρει υλικό για το βιβλίο της; Τούτο εδώ όμως ήταν ανήκουστο, ακόμα και για Καφετιά! «Για τι πράγμα μιλάς;»
Αυτή η ονειροπόλα έκφραση δεν έφυγε από το πρόσωπο της άλλης γυναίκας. «Ένιωσα... ανίσχυρη. Εντάξει, ήταν ευγενικός μαζί μου, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν σκέφτηκα πόσο δυνατά μπορεί να είναι τα μπράτσα ενός άντρα, και μάλιστα τη στιγμή που εγώ αδυνατούσα να διαβιβάσω στο ελάχιστο. Υποθέτω πως αυτός είχε το... πάνω χέρι, αν κι αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Απλώς ήταν... δυνατότερος, πράγμα που ήξερα, κι αυτό με έκανε να νιώθω... παράξενα αναζωογονημένη».
Η Τοβέιν ανατρίχιασε. Η Γκαμπρέλ θα πρέπει να ήταν τρελή! Ήταν έτοιμη να της το πει κατάμουτρα, όταν εμφανίστηκε ο ίδιος ο Λογκαίν, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ήταν ψηλός, ψηλότερος από κάθε άλλον άντρα εκεί, με μαύρα μαλλιά που ακουμπούσαν απαλά τους πλατιούς ώμους του και πλαισίωναν ένα υπεροπτικό πρόσωπο. Ο ψηλός του γιακάς είχε καρφιτσωμένα επάνω του το ασημένιο ξίφος κι εκείνο το γελοίο φίδι με πόδια. Χάρισε ένα χαμόγελο στην Γκαμπρέλ καθώς οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν γύρω του. Το παλιοθήλυκο του το ανταπέδωσε. Η Τοβέιν αναρρίγησε ξανά. Αναζωογονητικό. Αυτή η γυναίκα ήταν πράγματι τρελή!
Όπως όλα τα προηγούμενα πρωινά, οι άντρες άρχισαν να αναφέρονται. Τις περισσότερες φορές, η Τοβέιν δεν έβγαζε άκρη, αλλά άκουγε.
«Βρήκα ακόμα δύο που μοιάζουν να ενδιαφέρονται γι’ αυτό το νέο είδος Θεραπείας που χρησιμοποίησε επάνω σου αυτή η Νυνάβε, Λογκαίν», είπε ο Γκένχαλντ βλοσυρά, «αλλά ο ένας από δαύτους δεν μπορεί να εφαρμόσει τη Θεραπεία που ήδη ξέρουμε κι ο άλλος επιθυμεί να μάθει περισσότερα απ’ όσα μπορώ να του πω».
«Δεν μπορείς να του πεις τίποτα πέρα απ’ όσα ξέρω εγώ ο ίδιος», αποκρίθηκε ο Λογκαίν. «Η Αρχόντισσα αλ’Μεάρα δεν μου αποκάλυψε πολλά ως προς το τι έκανε, και μπόρεσα να μάθω μόνο διάσπαρτες πληροφορίες, ακούγοντας τις συζητήσεις των άλλων αδελφών. Συνέχισε να σπέρνεις, με την ελπίδα πως κάτι θα φυτρώσει. Είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις». Κάμποσοι από τους υπόλοιπους άντρες ένευσαν καταφατικά, μαζί με τον Γκένχαλντ.
Η Τοβέιν το καταχώρισε. Η Νυνάβε αλ’Μεάρα. Άκουγε συχνά αυτό το όνομα από τότε που επέστρεψε στον Πύργο. Άλλη μια φυγάδας Αποδεχθείσα, άλλη μια από αυτές που η Ελάιντα ποθούσε να βάλει στο χέρι, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη κοινή φυγάδα. Επίσης, καταγόταν από το ίδιο χωριό με τον αλ’Θόρ και με κάποιον τρόπο συνδεόταν με τον Λογκαίν. Ίσως τελικά αυτό να την οδηγούσε κάπου. Αλλά νέο είδος Θεραπείας; Το οποίο χρησιμοποιούσε μια Αποδεχθείσα; Δεν ήταν και πολύ πιθανό κάτι τέτοιο, αλλά είχε δει το απίθανο να συμβαίνει στο παρελθόν, οπότε το καταχώρισε. Πρόσεξε πως η Γκαμπρέλ άκουγε εξίσου προσεκτικά όσα λέγονταν. Ωστόσο, δεν έπαυε να την παρακολουθεί με την άκρη του ματιού της.
«Υπάρχει πρόβλημα με μερικούς από εκείνους τους άντρες των Δύο Ποταμών, Λογκαίν», είπε ο Βιντσόβα. Ένα θυμωμένο αναψοκοκκίνισμα φούντωσε στο ήρεμο πρόσωπό του. «Είπα άντρες, αλλά αυτοί οι δύο είναι αγόρια, το πολύ δεκατεσσάρων χρόνων! Δεν λένε και πολλά». Ίσως ο ίδιος να ήταν ένα-δυο χρόνια μεγαλύτερος, αν κι αμούστακος ακόμα. «Ήταν έγκλημα να έρθουν εδώ».