Ο Λογκαίν κούνησε το κεφάλι του, ίσως από θυμό, ίσως από μετάνοια. «Άκουσα πως ο Λευκός Πύργος παίρνει κορίτσια κι από τα δώδεκά τους χρόνια. Φροντίστε όσο είναι δυνατόν τους Διποταμίτες. Μην τους παραχαϊδέψετε, γιατί οι υπόλοιποι θα στραφούν εναντίον τους, αλλά κοιτάξτε μην κάνουν καμιά βλακεία. Ο Άρχοντας Δράκοντας δεν θα χαρεί και πολύ, αν σκοτώσουμε πολλούς συντοπίτες του».
«Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, δεν φαίνεται να νοιάζεται ιδιαίτερα», μουρμούρισε ένα κομψός τύπος. Η προφορά του Μουράντυ ήταν έντονη στη φωνή του, αν και τα γυριστά μουστάκια του μαρτυρούσαν ολοφάνερα την καταγωγή του. Στριφογύριζε ένα ασημένιο νόμισμα με τη ράχη των δακτύλων του κι έμοιαζε προσηλωμένος τόσο σε αυτό όσο και στον Λογκαίν. «Άκουσα πως ήταν ο ίδιος ο Άρχοντας Δράκοντας εκείνος που είπε στον Μ’Χαήλ να μαζέψει κάθε Διποταμίτικο αρσενικό πλάσμα που να μπορεί να διαβιβάσει, κι ας είναι και κοκόρι. Με όλους αυτούς που έφερε, μου κάνει εντύπωση που δεν κουβάλησε τίποτα κότες και γίδια». Καγχασμοί συνόδευσαν το αστειάκι του, αλλά ο τόνος του Λογκαίν τούς έκοψε σαν λεπίδα.
«Όποιες κι αν είναι οι προσταγές του Άρχοντα Δράκοντα, ελπίζω πως οι δικές μου διαταγές έχουν γίνει κατανοητές». Όλα τα κεφάλια ένευσαν καταφατικά αυτή τη φορά, ενώ μερικοί άντρες μουρμούρισαν «Μάλιστα, Λογκαίν» κι «Όπως προστάζεις, Λογκαίν».
Ο χλευασμός χάθηκε γρήγορα από τα χείλη της Τοβέιν. Αμόρφωτοι χωριάτες. Ο Πύργος αποδεχόταν κορίτσια κάτω των δεκαπέντε μόνο αν μπορούσαν ήδη να διαβιβάσουν. Η άλλη πληροφορία, ωστόσο, ήταν ενδιαφέρουσα. Να πάλι οι Δύο Ποταμοί. Όλοι έλεγαν πως ο αλ’Θόρ είχε γυρίσει την πλάτη στο ίδιο του το σπίτι, αλλά δεν ήταν και τόσο σίγουρη γι’ αυτό. Μα γιατί την κοιτούσε έτσι η Γκαμπρέλ;
«Χθες το βράδυ», είπε ο Σαντομέρε έπειτα από ένα λεπτό, «πληροφορήθηκα πως ο Μισρέιλ πήρε ιδιαίτερα μαθήματα από τον Μ’Χαήλ». Χάιδεψε τη μυτερή του γενειάδα ικανοποιημένος, λες και τους είχε δείξει έναν πολύτιμο λίθο αμύθητης αξίας.
Ίσως και να ήταν έτσι, αν κι η Τοβέιν δεν καταλάβαινε πού αναφερόταν. Ο Λογκαίν ένευσε αργά. Οι υπόλοιποι αντάλλαξαν σιωπηλά βλέμματα, ενώ τα πρόσωπό τους θα μπορούσαν να είναι σκαλισμένα σε πέτρα. Παρακολουθούσε, με την απογοήτευση να την κατατρώει. Αυτό συνέβαινε πολύ συχνά, το να μην σχολιάζουν δηλαδή μερικά θέματα —από φόβο ίσως;— κι αυτή να μην καταλαβαίνει τίποτα, διαισθανόμενη όμως πως όντως υπήρχε κρυμμένο κάτι πολύτιμο, πέρα από την κατανόησή της.
Ένας ευρύστερνος Καιρχινός, το ανάστημα του οποίου μόλις κι έφτανε το στήθος του Λογκαίν, άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, αλλά, όποιος κι αν ήταν κι ό,τι κι αν σκόπευε να πει για τον Μισρέιλ, η Τοβέιν δεν το ανακάλυψε ποτέ.
«Λογκαίν!» Ο Γουέλυν Κατζίμα κατηφόριζε τον δρόμο τρέχοντας μανιασμένα, με τα καμπανάκια στις άκρες των κοτσίδων του να κουδουνίζουν. Άλλος ένας Αφοσιωμένος, ένας μεσήλικας που χαμογελούσε πολύ, ήταν κι αυτός παρών όταν τη συνέλαβε ο Λογκαίν. Ο Κατζίμα είχε δεσμεύσει την Τζενάρε. Εξαντλημένος και λαχανιάζοντας βαριά, πέρασε ανάμεσα από τους άλλους άντρες χωρίς να χαμογελάει διόλου τώρα.
«Λογκαίν», είπε με κομμένη την ανάσα, «ο Μ’Χαήλ γύρισε από την Καιρχίν κι ανάρτησε τα ονόματα νέων λιποτακτών στον πίνακα του παλατιού. Δεν θα πιστέψεις ποιοι είναι!» Χωρίς να πάρει ανάσα σχεδόν, άρχισε να διαβάζει από τη λίστα του, ενώ οι κραυγές έκπληξης των υπολοίπων εμπόδιζαν την Τοβέιν να ακούσει κάτι περισσότερο από τυχαία αποσπάσματα.
«Υπήρξαν και στο παρελθόν περιπτώσεις Αφοσιωμένων που λιποτάκτησαν», μουρμούρισε ο Καιρχινός μόλις τελείωσε ο Κατζίμα, «αλλά ποτέ δεν ήταν κάποιος ολοκληρωμένος Άσα’μαν ανάμεσά τους. Και τώρα βρέθηκαν εφτά μαζεμένοι;»
«Αν δεν με πιστεύεις», άρχισε να λέει ο Κατζίμα, και τεντώθηκε προς το μέρος του έτοιμος για καβγά. Ήταν γραμματέας στο Άραφελ.
«Σε πιστεύουμε», είπε ο Γκένχαλντ καθησυχαστικά. «Αλλά ο Γκέντγουιν κι ο Τόρβαλ είναι άντρες του Μ’Χαήλ, όπως επίσης κι ο Ρόσεντ με τον Κίσμαν. Για ποιο λόγο να λιποτακτήσουν; Τους έδωσε όλα όσα θα επιθυμούσε ένας βασιλιάς».
Ο Κατζίμα κούνησε θυμωμένα το κεφάλι του, και τα καμπανάκια κουδούνισαν ξανά. «Όπως ξέρετε καλά, η λίστα ποτέ δεν δίνει αιτιολογίες. Μόνο ονόματα».
«Στα τσακίδια να πάνε», γρύλισε ο Κούριν. «Κι αν δεν είχαμε να τους κυνηγήσουμε, ακόμα καλύτερα».
«Εμένα με απασχολούν οι υπόλοιποι», παρενέβη ο Σαντομέρε. «Ήμουν παρών στα Πηγάδια του Ντουμάι κι είδα με τα ίδια μου τα μάτια τον Άρχοντα Δράκοντα να κάνει τις επιλογές του. Ο Ντασίβα ονειροβατούσε, όπως πάντα. Αλλά ο Φλιν, ο Χόπγουιλ, ο Ναρίσμα; Δύσκολα θα έβρισκες πιο ικανοποιημένους άντρες. Έμοιαζαν με αρνιά που τα άφησες ελεύθερα σε μια αποθήκη με κριθάρι».