Выбрать главу

Ένας εύρωστος, γκριζομάλλης τύπος έφτυσε. «Το λοιπόν, εγώ δεν ήμουν στα Πηγάδια, αλλά τράβηξα νότια, ενάντια στους Σωντσάν». Η προφορά του ήταν Αντορινή. «Μπορεί στα αρνιά να μην αρέσει τόσο η αυλή του σφάχτη όσο η αποθήκη με το κριθάρι».

Ο Λογκαίν άκουγε χωρίς να συμμετέχει στην κουβέντα, με τα μπράτσα διπλωμένα στο στήθος του. Η έκφραση στο πρόσωπό του ήταν αδιευκρίνιστη, σαν μάσκα. «Ανησυχείς πολύ για την αυλή του σφάχτη, Κάνλερ;» είπε.

Ο Αντορινός έκανε μια γκριμάτσα κι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Μου φαίνεται πως, αργά ή γρήγορα, όλοι εκεί θα καταλήξουμε, Λογκαίν. Δεν νομίζω πως έχουμε και πολλές επιλογές, αλλά δεν βλέπω τον λόγο να χασκογελάω γι’ αυτό».

«Κάτσε να φτάσει εκείνη η μέρα», είπε ήρεμα ο Λογκαίν. Απευθυνόταν στον άντρα που είχε αποκαλέσει Κάνλερ, αλλά αρκετοί από τους υπόλοιπους ένευσαν καταφατικά.

Κοιτώντας λίγο πιο πέρα από τους άντρες, ο Λογκαίν παρατήρησε την Τοβέιν και την Γκαμπρέλ. Η Τοβέιν προσποιήθηκε πως δεν κρυφάκουγε, αλλά θυμόταν πολύ καλά τα ονόματα. «Μπείτε μέσα, να μην κρυώνετε», τους είπε. «Πιείτε λίγο τσάι, να ζεσταθείτε. Θα επιστρέψω το γρηγορότερο. Μην ανακατέψετε τα χαρτιά μου». Έκανε νόημα στους άλλους άντρες να τον ακολουθήσουν και τους οδήγησε στην κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει ο Κατζίμα.

Η Τοβέιν έτριξε τα δόντια της από απογοήτευση. Αν μη τι άλλο, δεν ήταν ανάγκη να τον ακολουθήσει στο πεδίο εκπαίδευσης, περνώντας μπροστά από το περιβόητο Δέντρο του Προδότη, όπου τα κεφάλια κρέμονταν σαν σάπια φρούτα από τα γυμνά κλαριά, και να παρακολουθήσει τους άντρες να μελετούν μεθόδους καταστροφής με τη χρήση της Δύναμης. Ήλπιζε πως θα είχε άλλη μια μέρα ελευθερίας, για να περιπλανηθεί τριγύρω και να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα. Είχε ακούσει διάφορους άντρες να μιλούν για το «παλάτι» του Τάιμ, και σήμερα ήλπιζε να το βρει και να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στον άντρα, το όνομα του οποίου ήταν εξίσου αμαυρωμένο με του Λογκαίν. Αντί γι’ αυτό όμως, ακολούθησε πειθήνια την άλλη γυναίκα μέσα από την κόκκινη πόρτα. Δεν είχε νόημα να πάει κόντρα.

Μόλις μπήκαν μέσα, έριξε μια ματιά στο μπροστινό δωμάτιο, ενώ η Γκαμπρέλ κρεμούσε τον μανδύα της σε ένα στειλιάρι. Παρά την εξωτερική όψη του κτηρίου, περίμενε κάτι πιο μεγαλόπρεπο για τον Λογκαίν. Μια χαμηλή φωτιά έκαιγε σε ένα τραχύ πέτρινο τζάκι. Στις γυμνές πλάκες του δαπέδου υπήρχε ένα μακρόστενο τραπέζι και καρέκλες με ψηλές πλάτες. Η ματιά της έπεσε πάνω σε ένα γραφείο, ελάχιστα πιο περίτεχνο από την υπόλοιπη επίπλωση. Σωροί από σκεπαστά γραμματοκιβώτια ήταν σκόρπια πάνω στην επιφάνειά του, καθώς και δερμάτινοι φάκελοι, γεμάτοι με φύλλα χαρτιού. Τα δάχτυλά της την έτρωγαν, αλλά ήξερε καλά πως, ακόμα κι αν καθόταν στο γραφείο, δεν θα μπορούσε να αγγίξει τίποτα περισσότερο από την πένα ή το μελανοδοχείο.

Αναστενάζοντας, ακολούθησε την Γκαμπρέλ στην κουζίνα, όπου ένας σιδερένιος φούρνος έβγαζε αποπνικτική ζέστη και βρώμικα πιάτα από το πρωινό ήταν ακουμπισμένα σε ένα χαμηλό έπιπλο κάτω από το παράθυρο. Η Γκαμπρέλ γέμισε ένα τσαγιερό και το ακούμπησε στον φούρνο, κατόπιν πήρε από ένα άλλο έπιπλο μια τσαγιέρα από πράσινο γυαλί κι ένα ξύλινο κουτί. Η Τοβέιν τύλιξε τον μανδύα της πάνω σε μια καρέκλα και κάθισε στο τετράγωνο τραπέζι. Δεν ήθελε τσάι, εκτός αν συνοδευόταν από το πρωινό που έχασε, αλλά ήξερε καλά πως θα το έπινε ούτως ή άλλως.

Η ανόητη Καφετιά συνέχισε να φλυαρεί καθώς ασχολούνταν με τις οικιακές εργασίες, σαν ευχαριστημένη σύζυγος αγρότη. «Έχω ήδη μάθει κάμποσα πράγματα. Ο Λογκαίν είναι ο μόνος ολοκληρωμένος Άσα’μαν που διαμένει στο χωριό. Οι υπόλοιποι ζουν στο "παλάτι" του Τάιμ. Έχουν υπηρέτες υπό τις προσταγές τους, αλλά ο Λογκαίν μίσθωσε τη γυναίκα κάποιου εκπαιδευόμενου για να του μαγειρεύει και να του καθαρίζει. Θα έρθει σύντομα και θεωρεί τον Λογκαίν σωτήρα, άρα ό,τι σημαντικό έχουμε να πούμε, ας το πούμε τώρα, πριν μας προλάβει. Βρήκε το λυόμενο τραπεζάκι σου».

Η Τοβέιν αισθάνθηκε λες και κάποιο παγωμένο χέρι την άδραξε από τον λαιμό. Προσπάθησε να το κρύψει, αλλά η Γκαμπρέλ την κοιτούσε κατάματα.

«Το έκαψε, Τοβέιν. Αφού διάβασε τα περιεχόμενα. Φαινόταν να πιστεύει ότι μας έκανε χάρη».

Το χέρι στον λαιμό της χαλάρωσε τη λαβή του κι η Τοβέιν μπόρεσε να ανασάνει ξανά. «Ανάμεσα στα χαρτιά μου βρίσκονταν κι οι διαταγές της Ελάιντα». Καθάρισε τον λαιμό της για να διώξει τη βραχνάδα. Η διαταγή της Ελάιντα αφορούσε στο ειρήνεμα κάθε άντρα και στον άμεσο απαγχονισμό του, χωρίς να μεσολαβήσει δίκη στην Ταρ Βάλον όπως απαιτούσε ο νόμος του Πύργου. «Επέβαλε πολύ σκληρά μέτρα και τούτοι εδώ οι άντρες θα μπορούσαν να αντιδράσουν πολύ άσχημα αν ήξεραν». Η γυναίκα αναρρ{γησε παρά τη ζέστη του φούρνου. Το χαρτί αυτό ήταν ικανό να τις σινανέψει και να τις κρεμάσει όλες. «Και γιατί να μας κάνει χάρες;»