Выбрать главу

Η Νυνάβε κοίταζε ερευνητικά το πίσω μέρος του κτηρίου ιού Ζέραμ, και ξαφνικά αναστέναξε. «Σκοτώστε τους ενώ κοιμούνται, αν μπορείτε», είπε, κι ο τόνος της φωνής της ήταν πολύ χαμηλός για τόσο δυναμικά λόγια.

Κάτι αόρατο τυλίχτηκε σφιχτά γύρω από το στήθος του Ραντ, κάτω από τα μπράτσα του, κι άρχισε να τον σηκώνει αργά στον αέρα. Υψωνόταν όλο και περισσότερο, μέχρι που αιωρήθηκε πάνω από την άκρη του προεξέχοντος γείσου. Ο αόρατος ιμάντας εξαφανίστηκε κι οι μπότες του ακούμπησαν στην κυρτή σκεπή, γλιστρώντας κάπως στον νοτισμένο γκρίζο σχιστόλιθο. Κάθισε ανακούρκουδα κι έπειτα οπισθοχώρησε λίγο, πεσμένος στα τέσσερα. Λίγες στιγμές αργότερα, ο Λαν φάνηκε να αιωρείται πάνω από τη στέγη. Ο Πρόμαχος κάθισε κι αυτός ανακούρκουδα και κοίταξε το σοκάκι από κάτω.

«Έφυγε», είπε ο Λαν τελικά. Στράφηκε να κοιτάξει τον Ραντ κι έδειξε προς ένα σημείο. «Από εκεί θα μπούμε».

Ήταν μια καταπακτή ανάμεσα στους σχιστόλιθους, ψηλά στην οροφή, ενώ ένα μεταλλικό μονωτικό υλικό κρατούσε το νερό εκτός της σοφίτας που αποκαλυπτόταν όταν το σήκωνες. Ο Ραντ κατέβηκε σε μια κατασκονισμένη έκταση, αμυδρά φωτισμένη από το φως που ξεχυνόταν από την καταπακτή. Για μια στιγμή κρεμάστηκε από τα χέρια του και, λίγα πόδια πριν ακουμπήσει στην επιφάνεια, πήδησε. Εκτός από μια τρίποδη καρέκλα κι ένα ανοικτό σεντούκι, το μακρόστενο δωμάτιο ήταν εξίσου άδειο όσο και το ίδιο το σεντούκι. Προφανώς, ο Ζέραμ είχε πάψει να χρησιμοποιεί τη σοφίτα για αποθήκη από τότε που η γυναίκα του άρχισε να τη νοικιάζει.

Αλαφροπερπατώντας, οι δύο άντρες άρχισαν να ψάχνουν τις σανίδες του δαπέδου, μέχρι που βρήκαν μια άλλη, μεγαλύτερη καταπακτή, επίπεδη με το πάτωμα. Ο Λαν ψηλάφισε τους ορειχάλκινους αρμούς και ψιθύρισε πως ήταν στεγνοί και διόλου σκουριασμένοι. Ο Ραντ τράβηξε το ξίφος του κι ένευσε, κι ο Λαν άδραξε την καταπακτή και την άνοιξε.

Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος τι θα έβρισκε μόλις πήδηξε από το άνοιγμα, πιάνοντας με το ένα του χέρι το κάλυμμα για να ελέγξει την πτώση του. Προσγειώθηκε ανάλαφρα στα πέλματά του, σε ένα δωμάτιο που φαίνεται ότι έπαιζε ρόλο σοφίτας, κρίνοντας από τις ντουλάπες και τα ερμάρια που ήταν στοιβαγμένα στους τοίχους, τα ξύλινα σεντούκια το ένα πάνω στο άλλο και τα τραπέζια και τις καρέκλες που στηρίζονταν πάνω τους. Ωστόσο, το τελευταίο πράγμα που περίμενε να δει ήταν δύο νεκρούς άντρες, ξαπλωμένους φαρδιούς-πλατιούς στο πάτωμα, λες και τους έσυραν στην αποθήκη και τους πέταξαν εκεί. Οι μαύρες, πρησμένες φάτσες δεν ήταν σχεδόν καθόλου αναγνωρίσιμες, αλλά ο κοντύτερος εκ των δύο φορούσε μια ασημένια πιάστρα με μια μεγάλη κόκκινη πέτρα.

Ο Λαν προσγειώθηκε αθόρυβα από τη σοφίτα, έριξε μια ματιά στα πτώματα κι ανασήκωσε το φρύδι του απορημένος. Αυτή ήταν όλη κι όλη η αντίδρασή του. Τίποτα δεν του έκανε εντύπωση πια.

«Ο Φάιν είναι εδώ», ψιθύρισε ο Ραντ. Λες και το όνομα λειτούργησε σαν μηχανισμός ενεργοποίησης, οι δίδυμες πληγές στο πλευρό του άρχισαν να πάλλονται, η πιο παλιά σαν παγωμένος δίσκος, η νεότερη σαν ράβδος φωτιάς. «Αυτός έστειλε εκείνο το γράμμα».

Ο Λαν έδειξε την καταπακτή με το ξίφος του, αλλά ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Ήθελε να σκοτώσει τους αποστάτες με τα ίδια του τα χέρια, αλλά τώρα που ο Τόρβαλ κι ο Γκέντγουιν ήταν νεκροί —μάλλον κι ο Κίσμαν, μια κι οι έμποροι στον Χρυσό Τροχό είχαν αναφερθεί σε εκείνο το πρησμένο πτώμα— συνειδητοποίησε πως δεν τον ένοιαζε και πολύ ποιος είχε κάνει το φονικό. Αν ένας ξένος σκότωνε τον Ντασίβα δεν θα είχε καμιά σημασία. Ο Φάιν ήταν ξεχωριστό ζήτημα. Είχε σβαρνίσει τους Δύο Ποταμούς με τους Τρόλοκ κι είχε χαρίσει στον Ραντ μια αγιάτρευτη πληγή. Αν ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής, ο Ραντ δεν θα του επέτρεπε να ξεφύγει. Ένευσε στον Λαν να κάνουν ό,τι ακριβώς έκαναν και στη σοφίτα, κι ο ίδιος στάθηκε μπροστά στην πόρτα, κρατώντας το ξίφος του και με τα δύο χέρια. Μόλις ο άλλος άντρας άνοιξε απότομα την πόρτα, ο Ραντ όρμησε σε ένα τεράστιο φωταγωγημένο δωμάτιο, με ένα κολονάτο κρεβάτι βαλμένο στον αντικριστό τοίχο και μια φωτιά να τσιτσιρίζει σε μια μικρή εστία.

Ήταν η ταχύτητα της κίνησής του που τον έσωσε. Με την άκρη του ματιού του πρόσεξε φευγαλέα μια κίνηση, κάτι τράβηξε άγρια τον μανδύα που ανέμιζε πίσω του κι ο ίδιος στριφογύρισε αδέξια για να αποκρούσει τα χτυπήματα μιας γυριστής λάμας. Κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια για κάθε του κίνηση. Οι πληγές στο πλευρό του δεν πάλλονταν απλώς, έμοιαζαν σαν να τον γρατζουνάνε με γαμψώνυχα, λες κι ο λιωμένος σίδηρος κι η ίδια η ψυχή του πάγου πάλευαν ποιος θα τον ξεσκίσει πρώτος. Ο Λουζ Θέριν αλυχτούσε. Μέσα σε όλη αυτή την αγωνία, ο Ραντ πάσχιζε να σκεφτεί.