Выбрать главу

«Σου είπα ότι είναι δικός μου!» τσίριξε ο κοκαλιάρης άντρας, αποφεύγοντας το χτύπημα του Ραντ με μια χορευτική κίνηση. Με το πρόσωπό του στρεβλό από τη μανία, τη μεγάλη του μύτη και τα αυτιά που εξείχαν, έδινε πιότερο την εντύπωση μπαμπούλα που τρομάζει τα μικρά παιδιά, αλλά η ματιά του ακτινοβολούσε φόνο. Γρυλίζοντας και με τα δόντια γυμνωμένα, έμοιαζε με δολοφονική και λυσσασμένη νυφίτσα, έτοιμη να βάλει κάτω ακόμα και λεοπάρδαλη. Άλλωστε, με αυτή τη λάμα που κρατούσε, θα μπορούσε κάλλιστα να σκοτώσει πολλές λεοπαρδάλεις. «Δικός μου!» ούρλιαξε ο Πάνταν Φάιν, οπισθοχωρώντας ένα ακόμα βήμα, καθώς ο Λαν έμπαινε ορμητικά στο δωμάτιο. «Σκότωσέ τον, τον κακομούτσουνο!»

Μόνο όταν ο Λαν στράφηκε μακριά από τον Φάιν, συνειδητοποίησε ο Ραντ ότι υπήρχε κι άλλο άτομο στο δωμάτιο, ένας ψηλός και χλωμός άντρας, που ορμούσε ενάντια στον Λαν με έκδηλη σχεδόν ανυπομονησία. Το πρόσωπο του Τόραμ Ριάτιν ήταν καταβεβλημένο, αλλά άρχισε να χορεύει με τα ξίφη με τη χάρη ενός πραγματικού ξιφομάχου. Ο Λαν τον απέκρουσε με παρόμοια χάρη, κι έτσι στήθηκε ένας χορός ατσαλιού και θανάτου.

Όσο κι αν ξαφνιάστηκε, αντικρίζοντας τον άνθρωπο που είχε αξιώσεις στον θρόνο της Καιρχίν ντυμένο με ένα τριμμένο πανωφόρι στο Φαρ Μάντινγκ, ο Ραντ κάρφωσε το βλέμμα του στον Φάιν, και το σπαθί του στράφηκε στον πάλαι ποτέ γυρολόγο. Χειρότερος από Σκοτεινόφιλο, έτσι είχε πει γι’ αυτόν κάποτε η Μουαραίν. Ο πόνος στο πλευρό του τον τύφλωνε κι ο Ραντ παραπάτησε καθώς έκανε να ορμήσει στον Φάιν, αγνοώντας τα ποδοκροτήματα από τις βαριές μπότες και την κλαγγή του ατσαλιού, πίσω του, όπως επίσης και τα μουγκρητά του Λουζ Θέριν μέσα στο μυαλό του. Ο Φάιν χόρεψε κι επιτέθηκε, πασχίζοντας να πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο, έτσι ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τη λάμα που ήταν υπεύθυνη για την αγιάτρευτη πληγή στο πλευρό του Ραντ. Γρύλιζε και βλαστημούσε χαμηλόφωνα, καθώς η λεπίδα του Ραντ τον ανάγκαζε να οπισθοχωρήσει. Ξαφνικά, έκανε στροφή κι άρχισε να τρέχει προς το πίσω μέρος του κτηρίου.

Ο βασανιστικός πόνος που ξέσκιζε τον Ραντ έσβησε κι έγινε παλμικός καθώς ο Φάιν εξαφανιζόταν από το δωμάτιο. Τον ακολούθησε επιφυλακτικά. Μόλις όμως έφτασε στην είσοδο, είδε ότι ο Φάιν δεν προσπαθούσε να κρυφτεί, αλλά στεκόταν στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε κάτω, κρατώντας στο ένα του χέρι την καμπυλωτή λάμα. Το πελώριο ρουμπίνι που κάλυπτε τη λαβή λαμπύριζε, αντανακλώντας το φως των φανών που ήταν τοποθετημένοι στα τραπέζια, στον δίχως παράθυρα χώρο. Με το που μπήκε ο Ραντ στο δωμάτιο, φωτιά και πάγος ξεχύθηκαν στο πλευρό του, και νόμιζε πως η καρδιά του θα σπάσει. Απαιτούνταν μεγάλη προσπάθεια και σιδερένια πειθαρχία για να σταθεί όρθιος. Το να κάνει ένα βήμα μπροστά ήταν σχεδόν αδύνατον, κι όμως έκανε ένα κι έπειτα άλλο ένα.

«Θέλω να ξέρει ποιος τον σκοτώνει», κλαψούρισε νευρικά ο Φάιν. Αγριοκοίταζε τον Ραντ αλλά έμοιαζε να μιλάει μόνος του. «Θέλω να το ξέρει! Όταν πεθάνει, θα πάψει να στοιχειώνει τα όνειρά μου. Ναι. Θα πάψει». Χαμογελώντας, ανασήκωσε το ελεύθερο χέρι του.

Ο Τόρβαλ κι ο Γκέντγουιν ανέβηκαν τις σκάλες με τους μανδύες διπλωμένους στα μπράτσα τους.

«Λέω να μην τον πλησιάσουμε μέχρι να μάθουμε που είναι οι άλλοι», γρύλισε ο Γκέντγουιν. «Ο Μ’Χαήλ θα μας σκοτώσει, αν...»

Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Ραντ έστρεψε τον καρπό του, εφαρμόζοντας την κίνηση Κόψιμο του Ανέμου κι αμέσως μετά το Ξεδίπλωμα της Βεντάλιας.

Η ψευδαίσθηση νεκρών που επανήλθαν στη ζωή χάθηκε, κι ο Φάιν πήδησε προς τα πίσω ουρλιάζοντας, ενώ αίμα ξεπηδούσε στη μια πλευρά του προσώπου του. Ξαφνικά, έγειρε το κεφάλι του σαν να άκουγε κάτι, και μια στιγμή αργότερα, απευθύνοντας στον Ραντ μια μανιασμένη κραυγή, έτρεξε πανικόβλητος στις σκάλες.

Παραξενεμένος, ο Ραντ άρχισε να ακολουθεί τον γδούπο από τις μπότες του Φάιν που κατέβαινε τη σκάλα, αλλά ο Λαν τον έπιασε από το χέρι.

«Το μπροστινό μέρος του δρόμου είναι γεμάτο Φρουρούς, βοσκέ». Μια σκούρα υγρασία κηλίδωνε το αριστερό πλευρό του πανωφοριού του Λαν, αλλά το σπαθί του ήταν θηκαρωμένο, αποδεικνύοντας ποιος από τους δύο χορευτές είχε χορέψει καλύτερα πάνω. «Αν θέλουμε να φύγουμε, είναι ώρα να ανέβουμε στην οροφή».

«Σ’ αυτήν την πόλη, ούτε σε σοκάκι δεν μπορείς να βαδίσεις έχοντας ξίφος πάνω σου», μουρμούρισε ο Ραντ, τοποθετώντας στο θηκάρι τη λάμα του. Ο Λαν δεν γέλασε, αλλά έτσι κι αλλιώς σπάνια γελούσε απουσία της Νυνάβε. Φωνές κι ουρλιαχτά υψώθηκαν από τη σκάλα. Ίσως οι Φρουροί του Δρόμου να συλλαμβάνανε τον Φάιν και να τον κρεμούσαν, κρίνοντάς τον ένοχο για τα πτώματα που βρίσκονταν εδώ πάνω. Δεν ήταν αρκετό, αλλά κάτι ήταν κι αυτό. Ο Ραντ είχε κουραστεί με όσα είχε να κάνει.