Выбрать главу

Στη σοφίτα, ο Λαν πήδηξε για να πιάσει το κάλυμμα της καταπακτής στο ταβάνι, τραβήχτηκε επάνω και βγήκε έξω. Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος αν ήταν ικανός να κάνει το ίδιο. Η οδύνη είχε εξαφανιστεί μαζί με τον Φάιν, αλλά ένιωθε σαν να του είχαν κοπανήσει τα πλευρά με λαβές τσεκουριών. Καθώς ήταν έτοιμος να προσπαθήσει, ο Λαν έχωσε το κεφάλι του στην καταπακτή και του άπλωσε το χέρι.

«Μπορεί να μην ανέβουν αμέσως, βοσκέ, αλλά υπάρχει λόγος να περιμένεις για να το διαπιστώσεις;»

Ο Ραντ έπιασε το χέρι του Λαν κι αφέθηκε να τον τραβήξει στο σημείο όπου μπορούσε να πιάσει την καταπακτή και να βγει στη στέγη. Σκύβοντας, οι δύο άντρες κινήθηκαν κατά μήκος της υγρής σχιστολιθικής σκεπής και βγήκαν στο πίσω μέρος του κτηρίου. Κατόπιν, άρχισαν την αργή αναρρίχηση προς την κορυφή. Ίσως να υπήρχαν Φρουροί στον δρόμο, αλλά εκείνοι είχαν ακόμα την ευκαιρία να περάσουν απαρατήρητοι, ειδικά αν έκαναν σινιάλο στη Νυνάβε να αποσπάσει την προσοχή των άλλων.

Ο Ραντ άπλωσε το χέρι του να πιάσει την κορυφή της στέγης, ενώ πίσω του η μπότα του Λαν γλίστρησε με έναν ανατριχιαστικό ήχο στις σχιστολιθικές πλάκες. Στριφογυρίζοντας το κορμί του, ο Ραντ άδραξε τον καρπό του Λαν, αλλά το βάρος του άντρα τον τράβηξε στη γλιστερή, κατηφορική, γκρίζα επιφάνεια. Έκαναν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να πιαστούν με τα ελεύθερα χέρια τους από κάποιο στήριγμα, την άκρη της σχιστολιθικής επιφάνειας ή οτιδήποτε άλλο. Κανείς δεν μιλούσε. Τα πόδια του Λαν άρχισαν να εξέχουν από την άκρη, κατόπιν και το υπόλοιπο κορμί του. Τα γαντοφορεμένα δάχτυλα του Ραντ πιάστηκαν κάπου. Δεν ήξερε πού κι ούτε τον ένοιαζε. Το κεφάλι του κι ο ένας του ώμος εξείχαν από την άκρη κι ο Λαν αιωρούνταν κρατημένος από τη λαβή του σε ένα ύψος δέκα ποδών από το σοκάκι, πλάι στο χαμηλότερο σπίτι.

«Άφησέ με», είπε ήρεμα ο Λαν. Κοίταξε επάνω, προς το μέρος του Ραντ, με βλέμμα ψυχρό και σκληρό και πρόσωπο ανέκφραστο. «Άφησέ με».

«Μόνο όταν γίνει πράσινος ο ήλιος», του αποκρίθηκε ο Ραντ. Μακάρι να μπορούσε να τον τραβήξει λίγο προς τα επάνω, ίσα-ίσα για να πιαστεί από το γείσο...

Ό,τι κι αν ήταν αυτό στο οποίο είχαν πιαστεί τα δάχτυλά του, έσπασε με έναν κοφτό ήχο και το σοκάκι φάνηκε να έρχεται να τον συναντήσει.

34

Το Μυστικό του Κολιμπρί

Πασχίζοντας να μη δείχνει ότι παρακολουθεί την αλέα δίπλα στο κηροποιείο, η Νυνάβε τοποθέτησε τη διπλωμένη κι επίπεδη πράσινη πλεξούδα στον δίσκο του γυρολόγου και γλίστρησε το χέρι της στο εσωτερικό του μανδύα της για να τη συγκρατήσει ενάντια στον άνεμο. Ο μανδύας ήταν πιο καλοφτιαγμένος από εκείνους των περαστικών, αρκετά απλός όμως, ώστε να μην τραβάει την προσοχή. Η ζώνη της, ωστόσο, δύσκολα θα περνούσε απαρατήρητη. Στην Οδό Γαλάζιου Κυπρίνου δεν ήταν πολύ συνηθισμένο να βλέπεις γυναίκες με κοσμήματα να συναλλάσσονται με υπαίθριους γυρολόγους. Αφού περίμενε τη Νυνάβε να ψηλαφίσει και την τελευταία λεπτομέρεια της πλεξούδας πάνω στον δίσκο, η αδύνατη γυναίκα έκανε μια γκριμάτσα, αλλά η Νυνάβε είχε αγοράσει ήδη από τους γυρολόγους τρία κομμάτια πλεξούδας, δύο μακρόστενες κορδέλες κι ένα πακετάκι καρφίτσες, απλώς και μόνο για να χαζολογήσει. Οι καρφίτσες πάντα ήταν χρήσιμες, αλλά δεν είχε ιδέα τι να κάνει με τα υπόλοιπα.

Ξαφνικά, άκουσε οχλαγωγία παρακάτω, προς την κατεύθυνση των παρατηρητηρίων, κι ο ήχος των κροτάλων των Φρουρών του Δρόμου γινόταν όλο και πιο έντονος. Ο Φρουρός στο ψηλότερο σημείο κατέβηκε από τη θέση του. Οι περαστικοί κοντά στο φυλάκιο κοίταξαν προς τη μεριά της διασταύρωσης και πιο πάνω στην Οδό Γαλάζιου Κυπρίνου.

Κατόπιν, άρχισαν να συνωστίζονται παράπλευρα του δρόμου καθώς εμφανίστηκαν τρεχάτοι Φρουροί, στριφογυρίζοντας τα κρόταλά τους πάνω από τα κεφάλια τους. Δεν ήταν απλή περίπολος δύο-τριών ατόμων, αλλά ένας χείμαρρος θωρακισμένων αντρών, οι οποίοι ξεχύνονταν με θόρυβο στην Οδό Γαλάζιου Κυπρίνου, ενώ ενώνονταν κι άλλοι μαζί τους από τα παράπλευρα δρομάκια. Όσοι περπατούσαν αργά και δεν προλάβαιναν να βγουν από την πορεία τους, σπρώχνονταν βίαια, ενώ ένας άντρας σχεδόν ποδοπατήθηκε. Οι Φρουροί δεν επιβράδυναν καθόλου το βήμα τους καθώς τον τσαλαπατούσαν.

Η πωλήτρια των πλεξούδων έριξε κάτω τον δίσκο καθώς έκανε στην άκρη, κι η Νυνάβε πρόλαβε να στριμωχτεί στην πέτρινη πρόσοψη, δίπλα στη γυναίκα που είχε μείνει με το στόμα ανοικτό. Η μάζα των Φρουρών κατέκλυσε τον δρόμο, σπρώχνοντάς τη με τους ώμους τους και γδέρνοντάς την πάνω στον τοίχο, ενώ τα ρόπαλα και τα ραβδιά εξείχαν σαν κοντάρια. Η πωλήτρια των πλεξούδων έβγαλε μια κραυγή καθώς ο δίσκος της χάθηκε κάπου μέσα στον ανθρώπινο συρφετό, αλλά οι Φρουροί απλώς κοιτούσαν μπροστά τους, σαν υπνωτισμένοι.