Όταν πέρασε κι ο τελευταίος άντρας, η Νυνάβε βρέθηκε τουλάχιστον δέκα βήματα πιο κάτω στον δρόμο από την αρχική της θέση. Η πωλήτρια των πλεξούδων φώναζε αγριεμένη και κουνούσε απειλητικά τις γροθιές της προς τις ράχες των αντρών που απομακρύνονταν. Η Νυνάβε, αγανακτισμένη, προσπάθησε να ισιώσει τον τσαλακωμένο μανδύα της, έχοντας κατά νου να κάνει κάτι παραπάνω από το να φωνάξει απλώς. Σκόπευε να...
Ξαφνικά, η ανάσα πάγωσε στον λαιμό της. Οι Φρουροί του Δρόμου σταμάτησαν την προέλασή τους απότομα, σαν ένας άνθρωπος. Εκατό άντρες φώναζαν ο ένας στον άλλον, λες και ξαφνικά δεν ήταν σίγουροι τι έπρεπε να κάνουν. Είχαν σταματήσει μπροστά στο μαγαζί του υποδηματοποιού. Μα το Φως, εκεί βρισκόταν ο Λαν, κι ο Ραντ βέβαια, όπως πάντα, αλλά πρωτίστως ο εκλεκτός της καρδιάς της, ο Λαν.
Η Νυνάβε ζόρισε τον εαυτό της να πάρει ανάσα. Εκατό άντρες. Άγγιξε τη στολισμένη με πετράδια ζώνη, το Πηγάδι, που ήταν περασμένη γύρω από τη μέση της. Είχε στη διάθεση της λιγότερη από τη μισή ποσότητα σαϊντάρ, αλλά μπορεί να αρκούσε. Έπρεπε να αρκέσει, αν και δεν ήξερε για τι πράγμα ακριβώς. Σηκώνοντας την κουκούλα του μανδύα της, κίνησε προς το μέρος των αντρών, μπροστά από το μαγαζί. Κανείς τους δεν κοιτούσε προς το μέρος της. Θα μπορούσε να...
Χέρια την άδραξαν, την τράβηξαν προς τα πίσω και τη στριφογύρισαν, αναγκάζοντάς τη να κοιτάξει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Αντιλήφθηκε πως η Κάντσουεϊν την είχε πιάσει από το ένα χέρι κι η Αλίβια από το άλλο, απομακρύνοντάς τη βιαστικά από τον δρόμο. Μακριά από το υποδηματοποιείο. Βαδίζοντας πλάι στην Αλίβια, η Μιν έριχνε συνεχώς ανήσυχα βλέμματα πάνω από τον ώμο της. Ξαφνικά, μόρφασε. «Νομίζω πως... νομίζω πως έπεσε», ψιθύρισε. «Θα πρέπει να έχει τις αισθήσεις του, αλλά μάλλον είναι χτυπημένος, δεν ξέρω πόσο άσχημα».
«Η παραμονή μας εδώ δεν θα ωφελήσει ούτε αυτόν ούτε εμάς», είπε ήρεμα η Κάντσουεϊν. Τα χρυσά στολίδια που κρέμονταν από το μπροστινό μέρος του κότσου της ταλαντεύτηκαν μέσα στην κουκούλα του μανδύα της καθώς στριφογύρισε το κεφάλι της, κι ενώ η ματιά της έψαχνε τον όγκο των ανθρώπων, μπροστά τους. Με το ελεύθερο χέρι της κρατούσε τη βαθιά κουκούλα, για να μην την πάρει ο άνεμος, αφήνοντας τον μανδύα να ανεμίζει ξοπίσω της. «Θέλω να απομακρυνθούμε πριν κάποιο από τούτα εδώ τα αγόρια σκεφτεί να ζητήσει από τις γυναίκες να αποκαλύψουν τα πρόσωπά τους. Όποια Άες Σεντάι βρεθεί απόψε κοντά στην Οδό Γαλάζιου Κυπρίνου, θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις εξαιτίας αυτού του παιδιού».
«Αφήστε με!» είπε κοφτά η Νυνάβε, πασχίζοντας να ελευθερωθεί. Ο Λαν. Τι θα γινόταν ο αγαπημένος της, αν ο Ραντ είχε λιποθυμήυει; «Πρέπει να πάω να τους βοηθήσω!» Οι δυο γυναίκες εξακολούθησαν να την τραβούν με χέρια σαν μέγγενες. Όποιον κι αν προσπερνούσαν, κοιτούσε προς τη μεριά του υποδηματοποιείου.
«Αρκετά έκανες ήδη, ανόητο κορίτσι». Η φωνή της Κάντσουεϊν ήταν σαν παγερό σίδερο. «Σου είχα πει σχετικά με τα μαντρόσκυλα του Φαρ Μάντινγκ. Ουφ! Προκάλεσες πανικό στις Συμβούλους, διαβιβάζοντας σε μέρος που κανείς δεν διαβιβάζει. Αν τους πιάσουν τελικά οι Φρουροί, εσύ θα φταις».
«Νόμιζα πως το σαϊντάρ δεν είχε καμία σχέση», είπε η Νυνάβε αδύναμα. «Ήταν μικρή ποσότητα, και δεν κράτησε πολύ. Νόμιζα πως... ούτε καν θα το πρόσεχαν».
Η Κάντσουεϊν την κοίταξε γεμάτη αηδία. «Από δω, Αλίβια», είπε, τραβώντας τη Νυνάβε πίσω από τη γωνία, στο εγκαταλελειμμένο παρατηρητήριο. Μικρές ομάδες ανάστατων ανθρώπων ήταν διασκορπισμένες στους δρόμους φλυαρώντας. Ένας άντρας χειρονομούσε έξαλλα, λες και κρατούσε ρόπαλο, ενώ μια γυναίκα έδειχνε το άδειο παρατηρητήριο, κουνώντας απορημένα το κεφάλι της.
«Πες κάτι, Μιν», την παρακάλεσε η Νυνάβε. «Δεν μπορούμε να τους εγκαταλείψουμε έτσι απλά». Δεν της πέρασε καν από το μυαλό να απευθυνθεί στην Αλίβια, η οποία είχε μια έκφραση που, μπροστά της, η Κάντσουεϊν ωχριούσε.
«Μην περιμένεις οίκτο από μένα». Ο χαμηλωμένος τόνος της φωνής της Μιν ήταν σχεδόν εξίσου ψυχρός με της Κάντσουεϊν. Λοξοκοίταξε άγρια τη Νυνάβε και κατόπιν ξαναέστρεψε απότομα την προσοχή της στον δρόμο. «Σε παρακάλεσα να με βοηθήσεις να τους σταματήσω, αλλά εσύ ήσουν εξίσου ξεροκέφαλη με δαύτους. Τώρα, όλοι εξαρτιόμαστε από την Κάντσουεϊν».
Η Νυνάβε ρουθούνισε. «Τι μπορεί να κάνει; Μήπως πρέπει να σου υπενθυμίσω πως ο Λαν κι ο Ραντ βρίσκονται πίσω μας και κάθε λεπτό απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από κοντά τους;»
«Δεν είναι μόνο το αγόρι που χρειάζεται μαθήματα καλής συμπεριφοράς», μουρμούρισε η Κάντσουεϊν. «Δεν μου έχει ζητήσει ακόμα συγγνώμη, αν κι είπε στη Βέριν πως θα το κάνει, άρα υποθέτω πως πρέπει να αποδεχθώ τα λόγια του προς το παρόν. Ουφ! Πιο πολλά προβλήματα μου έχει προξενήσει ετούτο το αγόρι παρά δέκα άλλα που είχα συναντήσει στο παρελθόν. Θα κάνω ό,τι μπορώ, κορίτσι μου, και σίγουρα κάτι πολύ καλύτερο από το να προσπαθώ να περάσω ανάμεσά από τους Φρουρούς του Δρόμου, όπως έκανες εσύ. Από δω και μπρος, θα κάνεις ακριβώς ό,τι σου λέω, ειδάλλως θα έχεις να κάνεις με την Αλίβια!» Η Αλίβια ένευσε καταφατικά, όπως κι η Μιν!