Η Νυνάβε έκανε μια γκριμάτσα. Υποτίθεται πως η γυναίκα έπρεπε να τη σεβαστεί! Ωστόσο, μια μουσαφίρισσα της Πρώτης Συμβούλου σίγουρα θα κατάφερνε κάτι παραπάνω από τη Νυνάβε αλ’Μεάρα, που δεν ήταν παρά μια κοινή γυναίκα, ακόμα κι αν φορούσε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού. Για τον Λαν και μόνο, θα ανεχόταν την Κάντσουεϊν.
Όμως, όταν ρώτησε την Κάντσουεϊν τι σκόπευε να κάνει για να ελευθερώσει τους άντρες, η μόνη απάντηση που πήρε ήταν: «Πολύ περισσότερα απ’ όσα θα ήθελα, κορίτσι μου, και μακάρι να τα καταφέρω. Ωστόσο, το υποσχέθηκα στον νεαρό, κι εγώ κρατάω τις υποσχέσεις μου. Ελπίζω αυτό να το θυμάται κι εκείνος». Η φωνή της ήταν σκέτος πάγος, κι η απάντησή της σίγουρα δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη.
Ο Ραντ ξύπνησε μες στο σκοτάδι και στον πόνο, πεσμένος ανάσκελα. Τα γάντια του είχαν χαθεί κι αισθανόταν ένα τραχύ αχυρόστρωμα κάτω από το κορμί του. Του είχαν πάρει και τις μπότες. Ήξεραν ποιος είναι. Ανασηκώθηκε προσεκτικά. Ένιωθε το πρόσωπό του μωλωπισμένο, ενώ κάθε μυώνας του κορμιού του πονούσε λες και τον είχαν δείρει, αν και μάλλον δεν είχε σπάσει τίποτα.
Σηκώθηκε αργά-αργά και προχώρησε ψηλαφιστά κατά μήκος του πέτρινου τοίχου πλάι στο αχυρόστρωμα, φτάνοντας σχεδόν αμέσως σε μια γωνία κι ύστερα σε μια πόρτα καλυμμένη με τραχείς, σιδερένιους ιμάντες. Μέσα στο σκοτάδι, τα δάχτυλά του ψηλάφισαν ένα μικρό κλαπέτο, αλλά δεν κατάφερε να το ανοίξει. Ούτε ίχνος φωτός δεν διαπερνούσε τις ακμές του. Ο Λουζ Θέριν άρχισε να βαριανασαίνει μες στο κεφάλι του. Ο Ραντ συνέχισε να προχωρά ψηλαφιστά, με τις πλάκες του δαπέδου παγωμένες κάτω από τα γυμνά πέλματά του. Σχεδόν αμέσως συνάντησε την επόμενη γωνία κι έπειτα άλλη μία, όπου οι άκρες των ποδιών του χτύπησαν πάνω σε κάτι που κροτάλισε στο πέτρινο έδαφος. Με το ένα του χέρι ακουμπισμένο στον τοίχο, έσκυψε κι ακούμπησε έναν ξύλινο κάδο. Τον άφησε εκεί και συνέχισε την πορεία του μέχρι που επανήλθε στη σιδερένια πόρτα. Βρισκόταν στο εσωτερικό ενός μαύρου κουτιού, τρία βήματα μακρύ και μόλις δύο βήματα φαρδύ. Σήκωσε το χέρι του και βρήκε το πέτρινο ταβάνι, λιγότερο από ένα πόδι πάνω από το κεφάλι του.
Είμαστε κλεισμένοι, βαριανάσανε βραχνά ο Λουζ Θέριν. Να το πάλι το κουτί. Όπως τότε, που μας είχαν κλείσει εκείνες οι γυναίκες. Πρέπει να βγούμε! ούρλιαξε. Πρέπει να βγούμε!
Αγνοώντας το ουρλιαχτό μέσα στο μυαλό του, ο Ραντ απομακρύνθηκε λίγο από την πόρτα, μέχρι που υπολόγισε ότι βρέθηκε στο κέντρο του κελιού. Κατόπιν, λούφαξε και κάθισε σταυροπόδι στο δάπεδο. Είχε απομακρυνθεί όσο μπορούσε από τους τοίχους, και πάσχισε να τους φανταστεί ακόμα πιο μακρινούς μέσα στο σκοτάδι, αλλά του φάνηκε πως, αν άπλωνε το χέρι του, δεν ήταν ανάγκη να το τεντώσει εντελώς για να αγγίξει την πέτρα. Αισθανόταν το κορμί του να τρέμει, λες κι ήταν το σώμα κάποιου άλλου που έτρεμε ανεξέλεγκτα. Οι τοίχοι έμοιαζαν να είναι σχεδόν δίπλα του, το ταβάνι ακριβώς πάνω από το κεφάλι του. Έπρεπε να καταπολεμήθει αυτή την αίσθηση, ειδάλλως όταν θα έρχονταν να τον βγάλουν έξω, θα τον έβρισκαν τρελαμένο, σαν τον Λουζ Θέριν. Πάντως, ούτως ή άλλως θα τον έβγαζαν από εκεί, αν μη τι άλλο, για να τον παραδώσουν σε όποια είχε στείλει η Ελάιντα. Πόσοι μήνες χρειάζονταν για να φτάσει ένα μήνυμα στην Ταρ Βάλον; Πόσον καιρό θα έκαναν τα τσιράκια της Ελάιντα να επιστρέψουν; Αν επρόκειτο για αδελφές πιστές στην Ελάιντα κι έξω στην Ταρ Βάλον, μπορεί να επέστρεφαν συντομότερα. Ο τρόμος προστέθηκε στα ρίγη που ένιωθε, καθώς συνειδητοποίησε πως ήλπιζε να βρίσκονται κοντά οι αδελφές, ίσως κι εντός πόλεως, για να τον βγάλουν από το κουτί.
«Δεν θα υποκύψω!» φώναξε. «Θα είμαι τόσο σκληρός όσο χρειάζεται!» Στον περιορισμένο χώρο, η φωνή του αντήχησε σαν βροντή.
Η Μουαραίν είχε πεθάνει επειδή ο ίδιος δεν ήταν αρκετά σκληρός για να κάνει όσα έπρεπε. Το όνομά της ήταν πρώτο-πρώτο στη λίστα που είχε χαραχθεί στο μυαλό του, τη λίστα των γυναικών που είχαν πεθάνει εξαιτίας του. Η Μουαραίν Ντέημοντρεντ. Κάθε όνομα σε αυτή τη λίστα τού προκαλούσε άλγος, κι έτσι ξεχνούσε τους πόνους του κορμιού του και τους πέτρινους τοίχους λίγο πιο πέρα από τα ακροδάχτυλά του. Η Κολαβήρ Σάιγκαν, η οποία πέθανε επειδή ο Ραντ τής είχε στερήσει όσα θεωρούσε πολύτιμα. Η Λία, Κόρη του Δόρατος, των Κοσάιντα Τσαρήν, που ξεψύχησε στα χέρια του επειδή τον ακολούθησε στη Σαντάρ Λογκόθ. Η Τζέντιλιν, Κόρη της Παγερής Κορυφής του Μιαγκόμα, που πέθανε επειδή ήθελε να έχει την τιμή να φυλάει την είσοδο του δωματίου του. Έπρεπε να φανεί σκληρός! Ανακαλούσε τα ονόματα της μακράς αυτής λίστας ένα προς ένα, σφυρηλατώντας υπομονετικά την ψυχή του στις φλόγες του πόνου.