Выбрать главу

Η προπαρασκευή πήρε περισσότερη ώρα απ’ όση ήλπιζε η Κάντσουεϊν, κυρίως επειδή έπρεπε να δώσει στον κόσμο να καταλάβει πως δεν υπήρχε περίπτωση να πραγματοποιηθεί μια μεγαλειώδης διάσωση, ανάλογη με τις ωραιότερες παραδόσεις των βάρδων, κι έτσι, όταν βρέθηκε τελικά να περπατάει κατά μήκος των φωτισμένων από τους φανούς διαδρόμων της Αίθουσας των Συμβούλων, είχε πέσει πια η νύχτα. Βημάτιζε νηφάλια, διόλου βιαστικά. Αν έδειχνες ότι βιάζεσαι, ο κόσμος θα συμπέραινε ότι κάτι φοβάσαι και θα έπαιρνε το πάνω χέρι. Κι αν χρειαζόταν μια φορά στη ζωή της να έχει εξ αρχής η ίδια το πάνω χέρι, ήταν απόψε.

Οι διάδρομοι λογικά θα ήταν άδειοι τέτοια ώρα, αλλά τα γεγονότα της ημέρας είχαν αλλάξει τη φυσιολογική ροή των πραγμάτων. Παντού έβλεπες υπαλλήλους με μπλε πανωφόρια να τρέχουν από δω κι από κει, σταματώντας πού και πού, για να κοιτάξουν έκπληκτοι τις συντρόφους της. Το πιθανότερο ήταν πως δεν είχαν ξαναδεί τέσσερις Άες Σεντάι συγχρόνως —βέβαια, δεν ήταν ιδιαίτερα διατεθειμένη να δώσει τον τίτλο στη Νυνάβε μέχρι να πάρει τους Τρεις Όρκους— κι η σημερινή αναστάτωση ερχόταν να προστεθεί στη σύγχυση τους. Οι τρεις άντρες που ακολουθούσαν, τραβούσαν εξίσου την προσοχή, πάντως. Μπορεί οι υπάλληλοι να μην καταλάβαιναν το νόημα των μαύρων πανωφοριών τους ή των καρφιτσών στα ψηλά τους γιλέκα, αλλά ήταν απίθανο να είχαν δει ποτέ να κυκλοφορούν σ’ αυτούς τους διαδρόμους τρεις σπαθοφόροι. Όπως και να έχει, και με λίγη τύχη, κανείς δεν θα έτρεχε να πληροφορήσει την Αλέιζ ότι κάποιοι είχαν σκοπό να εισβάλουν στο Συμβούλιο, που συνεδρίαζε κεκλεισμένων των θυρών. Ήταν κρίμα που δεν μπορούσε να φέρει η ίδια τους άντρες, αλλά ακόμα κι η Ντάιγκιαν είχε δείξει χαρακτήρα με την πρόταση. Πολύ κρίμα, επίσης, που οι σύντροφοι της δεν έδειχναν την αυτοπειθαρχία της Μερίς και των άλλων δύο αδελφών.

«Δεν θα πετύχουμε τίποτα», μούγκρισε η Νυνάβε, για δέκατη ίσως φορά από τότε που έφυγαν από τα Ύψη. «Έπρεπε να χτυπήσουμε εξ αρχής!»

«Έπρεπε να κινηθούμε γρηγορότερα», μουρμούρισε σκοτεινά η Μιν. «Τον αισθάνομαι που αλλάζει. Αν πριν ήταν πέτρα, τώρα είναι σίδερο! Μα το Φως, τι του κάνουν;» Δεν σταματούσε στιγμή να αναφέρεται στο αγόρι, απλώς και μόνο επειδή αποτελούσε τον δεσμό του, αν κι οι αναφορές της ήταν η μια πιο αποθαρρυντική από την άλλη. Η Κάντσουεϊν δεν της είχε πει πώς έμοιαζαν τα κελιά, ούτε όταν το κορίτσι έσπασε αναφέροντάς της τι έκαναν στο αγόρι οι αδελφές που το είχαν απαγάγει.

Η Κάντσουεϊν αναστέναξε. Ο στρατός που είχε φτιάξει αποτελούνταν από αποβράσματα, αλλά ακόμα και μια στρατιά στημένη στο πόδι χρειαζόταν πειθαρχία, ειδικά όταν στο άμεσο μέλλον επρόκειτο να δώσει μάχη. Θα ήταν χειρότερα αν δεν είχε αναγκάσει τις Θαλασσινές να παραμείνουν πίσω. «Εν ανάγκη, μπορώ να το κάνω και χωρίς τη βοήθειά σας», είπε σταθερά. «Όχι, μην πεις τίποτα, Νυνάβε. Η Μερίς ή η Κόρελε μπορούν να φορέσουν αυτή τη ζώνη εξίσου καλά μ’ εσένα. Λοιπόν, σταματήστε να γκρινιάζετε σαν παιδάκια, αλλιώς θα βάλω την Αλίβια να σας πάει πίσω, στα Ύψη, κι εκεί θα έχετε πολλούς λόγους για να κλαψουρίζετε». Αυτός ήταν κι ο βασικός λόγος που είχε φέρει μαζί αυτή την παράξενη αδέσποτη. Η Αλίβια είχε την τάση να είναι ήπια απέναντι σε κάποιον που δεν μπορούσε να κοιτάξει κατάματα, αλλά έριξε μια άγρια ματιά στις δύο γλωσσοκοπάνες.

Τα κεφάλια τους στράφηκαν σαν ένα προς το μέρος της ξανθομαλλούσας γυναίκας, κι οι γλωσσοκοπάνες σιώπησαν, ευτυχώς, αν και δεν φάνηκαν να συναινούν. Η Μιν μπορεί να έτριζε τα δόντια της όσο ήθελε, αλλά το κατηφές και βλοσυρό βλέμμα της Νυνάβε εκνεύριζε την Κάντσουεϊν. Το κορίτσι μπορεί να είχε μεγάλες δυνατότητες, αλλά η εκπαίδευσή της είχε διακοπεί κάπως απότομα. Η ικανότητα της στη Θεραπεία απείχε ελάχιστα από το να χαρακτηριστεί θαυμαστή, αλλά οι γενικότερες ικανότητές της θα χαρακτηρίζονταν μάλλον θλιβερές. Επιπλέον, δεν είχε ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της σε θέματα αντοχής, και δεν είχε μάθει ότι, αν έπρεπε να υπομείνεις κάτι, μπορούσες να το υπομείνεις. Η αλήθεια ήταν πως η Κάντσουεϊν τη συμπαθούσε κάπως. Ήταν ένα μάθημα που δεν μπορούσε να μάθει οποιαδήποτε στον Πύργο. Η ίδια άλλωστε, γεμάτη υπερηφάνεια, με το καινούργιο της επώμιο και με την ανανεωμένη της δύναμη, είχε διδαχθεί από μια ξεδοντιάρα αδέσποτη σε μια φάρμα, στην καρδιά των Μαύρων Λόφων. Ναι, ήταν όντως ένας μικρός στρατός από αποβράσματα αυτός που είχε μαζέψει για να προσπαθήσει να στήσει το Φαρ Μάντινγκ στα πόδια του.