Выбрать главу

Γραφιάδες κι αγγελιαφόροι μισογέμιζαν τον κολονάτο προθάλαμο της Αίθουσας των Συμβούλων, αλλά, σε τελική ανάλυση, όλοι αυτοί δεν ήταν παρά απλοί γραφιάδες κι αγγελιαφόροι. Οι γραφιάδες δίστασαν, δείχνοντας μια ανεπίσημη αμηχανία καθώς καθένας τους περίμενε από τον άλλο να μιλήσει πρώτος, αλλά οι κοκκινοντυμένοι αγγελιαφόροι, που ήξεραν πως ο χώρος δεν ήταν κατάλληλος για να πουν κάτι, οπισθοχώρησαν κατά μήκος των γαλάζιων πλακών του δαπέδου, στα πλάγια του δωματίου. Οι γραφιάδες τής άνοιξαν χώρο, ενώ κανείς τους δεν τολμούσε να γίνει ο πρώτος που θα άνοιγε το στόμα του να μιλήσει. Ωστόσο, η Κάντσουεϊν τους άκουσε να ασθμαίνουν μαζικά, όταν άνοιξε τη μία από τις ψηλές πόρτες, πάνω στις οποίες ήταν σκαλισμένο το Χέρι και το Ξίφος.

Η Αίθουσα των Συμβούλων δεν ήταν μεγάλη. Τέσσερις κατοπτρικοί φανοί σε ορθοστάτες ήταν αρκετοί για να φωτίζουν τον χώρο, ενώ ένα μεγάλο χαλί Δακρυνής τεχνοτροπίας, σε κόκκινες, γαλάζιες και χρυσαφιές αποχρώσεις, κάλυπτε σχεδόν όλες τις πλάκες του δαπέδου. Ένα φαρδύ μαρμάρινο τζάκι, στη μία πλευρά της αίθουσας, ζέσταινε αποτελεσματικά την ατμόσφαιρα, μολονότι οι γυάλινες πόρτες που οδηγούσαν στο εξωτερικό περιστύλιο έτριζαν δυνατά εξαιτίας του νυχτερινού ανέμου, καταπνίγοντας το τικ-τακ του ψηλού επίχρυσου Ιλιανού ρολογιού πάνω στο πρέκι του τζακιού. Δεκατρείς σκαλιστές κι επίχρυσες πολυθρόνες, όχι πολύ διαφορετικές από θρόνους, σχημάτιζαν αψίδα αντικριστά στην είσοδο, όλες κατειλημμένες από γυναίκες με ανήσυχα πρόσωπα.

Η Αλέιζ, επικεφαλής της αψίδας, συνοφρυώθηκε μόλις είδε την Κάντσουεϊν να οδηγεί τη μικρή ομάδα της στο εσωτερικό της αίθουσας. «Η συνεδρίαση έλαβε τέλος, Άες Σεντάι», είπε, τυπική και ψυχρή συγχρόνως. «Θα σε παρακαλούσαμε να μιλήσεις αργότερα, μα...»

«Ξέρετε ποιον έχετε κλεισμένο στα κελιά σας», την έκοψε η Κάντσουεϊν.

Δεν επρόκειτο για ερώτηση, αλλά η Αλέιζ προσπάθησε να υπεκφύγει. «Μερικούς άντρες, νομίζω. Μέθυσους, διάφορους ξένους που συνελήφθησαν για καυγά ή για ληστείες, κι έναν Μεθορίτη που πιάστηκε μόλις σήμερα και κατηγορείται για τη δολοφονία τριών αντρών. Δεν κρατώ προσωπικό αρχείο των συλλήψεων, Κάντσουεϊν Σεντάι». Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα μόλις άκουσε για τη σύλληψη ενός άντρα με την κατηγορία της δολοφονίας, και τα μάτια της έλαμψαν επικίνδυνα. Ωστόσο, έδειξε αρκετή σύνεση και δεν έβγαλε άχνα.

«Ώστε, προσπαθείς να αποκρύψεις το γεγονός ότι έχεις συλλάβει τον Αναγεννημένο Δράκοντα», είπε ήρεμα η Κάντσουεϊν. Ήλπιζε —διακαώς!— ότι η προετοιμασία της Βέριν θα τις ανάγκαζε να πάψουν να προσποιούνται. Ωστόσο, ίσως να μπορούσε να γίνει και τώρα, και μάλιστα με απλό τρόπο. «Μπορώ να σας απαλλάξω. Στο πέρασμα του χρόνου, έχω έρθει αντιμέτωπη με περισσότερους από είκοσι άντρες ικανούς να διαβιβάζουν. Ο συγκεκριμένος δεν με φοβίζει διόλου».

«Σε ευχαριστούμε που προσφέρεσαι», αποκρίθηκε ήρεμα η Αλέιζ, «αλλά προτιμούμε να επικοινωνήσουμε πρώτα με την Ταρ Βάλον». Εννοούσε για να διαπραγματευτούν το αντίτιμο. Ας είναι. «Θα σε πείραζε να μας πεις πώς έμαθες ότι...»

Η Κάντσουεϊν τη διέκοψε και πάλι. «Ίσως θα έπρεπε να σας το έχω αναφέρει νωρίτερα, αλλά αυτοί οι άντρες, πίσω μου, είναι Άσα’μαν».

Οι τρεις άντρες έκαναν ένα βήμα μπροστά, όπως είχαν διαταχθεί, κι η Κάντσουεϊν έπρεπε να παραδεχτεί πως απέπνεαν κάτι απειλητικό κι επικίνδυνο. Ο ψαρομάλλης Ντάμερ έμοιαζε με γκρίζα αρκούδα με πληγωμένα δόντια, ο χαριτωμένος Τζαχάρ φάνταζε σαν σκοτεινή και καλοθρεμμένη λεοπάρδαλη, ενώ η ματιά του Έμπεν δεν τρεμόπαιζε καθόλου, κι αυτό το νεανικό πρόσωπο την έκανε να μοιάζει ακόμα πιο δυσοίωνη. Σίγουρα η θωριά τους είχε κάποιο αποτέλεσμα πάνω στα μέλη του Συμβουλίου. Κάποιες γυναίκες μετακινήθηκαν στα καθίσματά τους, σαν να ήθελαν να κάνουν πίσω, αλλά η Σίπριεν έμεινε με το στόμα ανοικτό, αποκαλύπτοντας δυστυχώς τα δόντια της που εξείχαν. Η Συμπάιν, που είχε γκρίζα μαλλιά όπως η Κάντσουεϊν, έγειρε πίσω στο κάθισμά της κι άρχισε να κάνει αέρα με το λεπτεπίλεπτο χέρι της, ενώ το στόμα της Κούμερε συσπάστηκε, σαν να ήταν έτοιμη να κάνει εμετό.

Η Αλέιζ ήταν πιο σκληραγωγημένη, ωστόσο πίεσε και τα δυο της χέρια πάνω στο μπούστο της. «Σου είχα πει κάποτε πως οι Άσα’μαν μπορούν ελεύθερα να μας επισκεφθούν, αρκεί να υπακούν στους νόμους. Δεν φοβόμαστε τους Άσα’μαν, Κάντσουεϊν, αν και πρέπει να πω ότι εκπλήσσομαι που σε βλέπω ανάμεσά τους, ειδικά έπειτα από την προσφορά που μόλις έκανες».

Ώστε, τώρα είχε γίνει απλώς Κάντσουεϊν, έτσι; Παρ’ όλ’ αυτά, μετάνιωνε που ήταν αναγκαίο να τσακίσει την Αλέιζ. Ήταν πολύ καλή ηγέτιδα για έναν τόπο σαν τον Φαρ Μάντινγκ, κι έπειτα από την αποψινή νύχτα ίσως να μη συνερχόταν ποτέ πια. «Ξεχνάς τι άλλο έγινε σήμερα, Αλέιζ; Κάποιος διαβίβασε μέσα στην πόλη». Οι Σύμβουλοι μετακινήθηκαν ξανά πάνω στα καθίσματά τους, ενώ ανήσυχα συνοφρυώματα ρυτίδωσαν περισσότερα από ένα μέτωπα.