«Ήταν μια παρέκκλιση». Η παγερότητα είχε εξαφανιστεί από τη φωνή της Αλέιζ κι είχε αντικατασταθεί με οργή, ίσως και με κάποιο ίχνος φόβου. Τα μάτια της είχαν σκουρύνει κι έλαμπαν. «Ίσως να έκαναν λάθος οι φρουροί. Κανείς απ’ όσους ρωτήθηκαν δεν είδε κάτι που να υποδηλώνει...»
«Ακόμα κι αυτό που νομίζουμε τέλειο μπορεί να περιέχει σφάλματα, Αλέιζ». Η Κάντσουεϊν απορρόφησε από το προσωπικό της Πηγάδι, μαζεύοντας το σαϊντάρ σε μετρημένες δόσεις. Είχε εξασκηθεί. Το μικρό χρυσό κολιμπρί αδυνατούσε να κρατήσει τόση ποσότητα όση η ζώνη της Νυνάβε. «Τα σφάλματα μπορούν να περάσουν απαρατήρητα επί αιώνες πριν τα ανακαλύψει κάποιος». Η ροή Αέρα που ύφανε μετά βίας αρκούσε για να ανασηκώσει την κατάφορτη από πετράδια κορωνίδα από το κεφάλι της Αλέιζ και να την τοποθετήσει πάνω στο χαλί, μπροστά στα πόδια της γυναίκας. «Από τη στιγμή όμως που θα βρεθούν, φαίνεται πως είναι πλέον ορατά στον καθένα».
Δεκατρία ζευγάρια έκπληκτα μάτια απέμειναν να κοιτάνε την κορωνίδα. Λίγο-πολύ, όλες οι Σύμβουλοι έμοιαζαν μαρμαρωμένες, σαν να μην ανέπνεαν καν.
«Εμένα μου φαίνεται πως το σφάλμα δεν είναι και τόσο σημαντικό», ανακοίνωσε ο Ντάμερ. «Νομίζω πως είναι πιο ταιριαστή στο κεφάλι σου».
Το λαμπύρισμα της Δύναμης έλαμψε ξαφνικά γύρω από τη Νυνάβε, κι η κορωνίδα πέταξε προς το μέρος της Αλέιζ, επιβραδύνοντας τελευταία στιγμή την πορεία της, έτσι που να ακουμπήσει μαλακά πάνω από το ωχρό της πρόσωπο, αποφεύγοντας να της τσακίσει το κρανίο. Το φως του σαϊντάρ, ωστόσο, δεν χάθηκε κι εξακολούθησε να περιτριγυρίζει το κορίτσι. Ας αποστράγγιζε το Πηγάδι της.
«Μήπως θα...» Η Αλέιζ ξεροκατάπιε, αλλά όταν συνέχισε, η φωνή της εξακολουθούσε να είναι σπασμένη. «Μήπως θα ήταν αρκετό αν τον ελευθερώναμε και τον παραδίδαμε σ’ εσάς;» Δεν ήταν ξεκάθαρο ούτε στην ίδια αν απευθυνόταν στην Κάντσουεϊν ή στους Άσα’μαν.
«Θαρρώ πως ναι», απάντησε γαλήνια η Κάντσουεϊν, κι η Αλέιζ βούλιαξε στο κάθισμά της σαν μαριονέτα δίχως σπάγκο. Παρότι οι υπόλοιπες Σύμβουλοι είχαν σοκαριστεί με την επίδειξη της διαβίβασης, αντάλλαξαν απορημένα βλέμματα. Ματιές πετάγονταν προς το μέρος της Αλέιζ, νεύματα ανταλλάοσονταν και παντού έβλεπες αυστηρές φάτσες. Η Κάντσουεϊν πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε υποσχεθεί στο αγόρι πως, ό,τι κι αν έκανε, θα ήταν για το δικό του καλό, όχι για το καλό του Πύργου ή οποιουδήποτε άλλου, και τώρα είχε τσακίσει μια καλή γυναίκα για χάρη του. «Λυπάμαι πολύ, Αλέιζ», είπε. Μεγάλη η χάρη σου, αγόρι μου, σκέφτηκε.
35
Με τα Τσόενταν Καλ
Ο Ραντ κάλπαζε κατά μήκος της πλατιάς πέτρινης γέφυρας, που έβλεπε βορεινά της Πύλης του Κάεμλυν, χωρίς να ρίξει ματιά πίσω του. Ο ήλιος δεν ήταν παρά μια ωχρή χρυσή σφαίρα, που μόλις είχε ξεπροβάλει από τον ορίζοντα σε έναν ασυννέφιαστο ουρανό, αλλά ο αέρας ήταν αρκετά κρύος ώστε να θολώνει την ανάσα του, ενώ οι άνεμοι της λίμνης έκαναν τον μανδύα του να ανεμίζει. Ωστόσο, δεν ένιωθε διόλου την παγωνιά, παρά μόνο ως κάτι μακρινό, που δεν είχε καμιά σχέση μαζί του. Αισθανόταν πιο παγερός από τον ίδιο τον χειμώνα. Οι φρουροί, που είχαν έρθει να τον βγάλουν από το κελί το προηγούμενο βράδυ, εξεπλάγησαν όταν τον βρήκαν να κρυφογελάει. Εξακολουθούσε να χαμογελάει αχνά, λες και μια αχνή καμπύλη είχε χαραχθεί μόνιμα στο στόμα του. Η Νυνάβε είχε Θεραπεύσει τις πληγές του χρησιμοποιώντας τα τελευταία απομεινάρια του σαϊντάρ της ζώνης της, ωστόσο ο κρανοφόρος αξιωματικός που βγήκε στον δρόμο, στη βάση της γέφυρας, ένας ρωμαλέος άντρας με αμβλυμένα χαρακτηριστικά, ξαφνιάστηκε μόλις τον είδε, λες και το πρόσωπο του Ραντ εξακολουθούσε να είναι πρησμένο και μπλάβο.
Η Κάντσουεϊν έγειρε πάνω στη σέλα της, για να ψιθυρίσει χαμηλόφωνα στον αξιωματικό λίγα λόγια και να του δώσει ένα διπλωμένο χαρτί. Ο άντρας την κοίταξε συνοφρυωμένος κι άρχισε να διαβάζει, αλλά αμέσως μετά τίναξε το κεφάλι του και κοίταξε εμβρόντητος τους έφιππους άντρες και γυναίκες που περίμεναν υπομονετικά πίσω της. Το βλέμμα του έπεσε ξανά στην κορυφή της σελίδας και τα χείλη του άρχισαν να κινούνται σιωπηλά, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί για κάθε λέξη που διάβαζε, πράγμα διόλου παράξενο. Υπογεγραμμένη και σφραγισμένη και από τις δεκατρείς Συμβούλους, η διαταγή έλεγε ότι δεν έπρεπε να γίνει κανένας έλεγχος για ειρηνοδεσμούς, ούτε να ψάξουν τα υποζύγια. Τα ονόματα της συγκεκριμένης ομάδας έπρεπε να παραγραφούν και να μην καταχωριστούν στα αρχεία, η δε διαταγή να καεί. Δεν είχαν έρθει ποτέ στο Φαρ Μάντινγκ, ούτε οι Άες Σεντάι, ούτε οι Άθα’αν Μιέρε, ούτε κανείς.