Выбрать главу

«Τελείωσε, Ραντ», είπε απαλά η Μιν, τσιγκλώντας τη σκληροτράχηλη καφετιά φοράδα της προς το μέρος του γκρίζου μουνουχιομένου αλόγου του, μολονότι βρισκόταν μονίμως πλάι του, όπως η Νυνάβε πλάι στον Λαν, του οποίου οι μώλωπες και το σπασμένο χέρι είχαν ήδη Θεραπευτεί, πριν ακόμα στρέψει τις φροντίδες της στον Ραντ. Το πρόσωπο της Μιν αντανακλούσε τις ανησυχίες που έρρεαν στον δεσμό. Αφήνοντας τον μανδύα της να παρασύρεται από τον άνεμο, του χτύπησε στοργικά το χέρι. «Μπορείς να πάψεις να το σκέφτεσαι πλέον».

«Χρωστώ ευγνωμοσύνη στο Φαρ Μάντινγκ, Μιν». Η φωνή του ήταν άχρωμη, μακρινή, όπως τότε που είχε αδράξει για πρώτη φορά το σαϊντίν. Θα μπορούσε βέβαια να την κάνει πιο θερμή για χάρη της, αλλά κάτι τέτοιο μάλλον ξεπερνούσε τις δυνάμεις του. «Πράγματι, εδώ βρήκα αυτό που ήθελα». Αν ένα ξίφος είχε μνήμη, θα ευγνωμονούσε τη φωτιά που το σφυρηλάτησε, αλλά ποτέ δεν θα μπορούσε να νιώσει στοργή απέναντί της. Όταν τους άφησαν να περάσουν, σπιρούνισε το γκρίζο του άτι κι αυτό άρχισε να καλπάζει τριποδίζοντας στο σκληρό, πατημένο και βρώμικο μονοπάτι που οδηγούσε στους λόφους. Ο Ραντ ούτε καν γύρισε να κοιτάξει, μέχρι που τα δέντρα έκρυψαν εντελώς την πόλη.

Ο δρόμος ανηφόριζε και φιδογύριζε μέσα από τους δασωμένους χειμωνιάτικους λόφους, όπου μόνο τα πεύκα κι οι χαμοδάφνες έδιναν μια νότα πράσινου, ενώ τα περισσότερα κλαριά ήταν εντελώς γυμνά και γκρίζα. Αίφνης, η Πηγή ήταν ξανά παρούσα, φαινομενικά λίγο πιο πέρα από την άκρη του ματιού του. Παλλόταν και του ένευε, γεμίζοντάς τον με μια πείνα που δεν διέφερε πολύ από λιμό. Χωρίς δεύτερη σκέψη, απλώθηκε και γέμισε με σαϊντίν το κενό που ένιωθε μέσα του, μια πύρινη χιονοστιβάδα, μια θύελλα από πάγο, εμβαπτισμένο στο βρωμερό μίασμα που έκανε την αθεράπευτη πληγή στα πλευρά του να πάλλεται. Στριφογύρισε πάνω στη σέλα του, καθώς το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει και το στομάχι του να σφίγγεται, ενόσω πάλευε να τιθασεύσει τη χιονοστιβάδα που προσπαθούσε να τσουρουφλίσει το μυαλό του, να καβαλήσει τη θύελλα που πάσχιζε να ξεπαστρέψει την ψυχή του. Δεν υπήρχε συγχώρεση, ούτε οίκτος, στην αρσενική πλευρά της Δύναμης. Ο άντρας έπρεπε να παλέψει μαζί της ή να πεθάνει. Ένιωθε τους τρεις Άσα’μαν, πίσω του, να γεμίζουν κι οι ίδιοι από ενέργεια, να πίνουν το σαϊντίν σαν κάποιοι που μόλις είχαν διασχίσει την Ερημιά κι είχαν βρει νερό. Μες στο μυαλό του, ο Λουζ Θέριν, στέναξε με ανακούφιση.

Η Μιν σπιρούνισε το άλογό της κι ήρθε τόσο κοντά του, που τα πόδια τους ακούμπησαν μεταξύ τους. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε ανήσυχη. «Φαίνεσαι αδιάθετος».

«Είμαι μια χαρά, σαν νεράκι της βροχής», της αποκρίθηκε, και δεν έλεγε ακριβώς ψέματα. Ένιωθε ατσαλένιος και, προς μεγάλη του έκπληξη, όχι και τόσο σκληρός. Σκόπευε να τη στείλει στο Κάεμλυν μαζί με την Αλίβια, για να την προστατεύει. Αν η χρυσομάλλα γυναίκα επρόκειτο να τον βοηθήσει να πεθάνει, άξιζε την εμπιστοσύνη του. Είχε ήδη σκεφτεί τι θα έλεγε, αλλά κοιτώντας τα σκούρα μάτια της Μιν, ένιωθε ανίκανος να σχηματίσει τις κατάλληλες λέξεις. Οδηγώντας το φαιόχρωμο ζωντανό ανάμεσα στα δέντρα με τα γυμνά κλαριά, απευθύνθηκε στην Κάντσουεϊν, μιλώντας πάνω από τον ώμο του. «Αυτό είναι το μέρος».

Η γυναίκα τον ακολούθησε, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι. Η Χαρίνε μόλις που είχε καταφέρει να τον αφήσει λιγάκι από την επίβλεψή της το προηγούμενο βράδυ και να κοιμηθεί μερικές ώρες. Θα την άφηνε πίσω, αλλά σε αυτό το θέμα η Κάντσουεϊν τού είχε δώσει την πρώτη της συμβουλή. Έκανες μία συμφωνία μαζί τους, αγόρι μου, κάτι σαν συνθήκη, σαν να έδωσες τον λόγο σου. Κράτα τον ή πες τους ότι δεν ισχύει. Ειδάλλως, δεν είσαι παρά ένας κοινός κλέφτης. Του είχε μιλήσει σταράτα κι άμεσα, κι ο τόνος της φωνής της δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία σχετικά με την άποψή της για τους κλέφτες. Ο Ραντ δεν είχε δώσει καμία υπόσχεση ότι θα ακολουθήσει τις συμβουλές της, αλλά κι εκείνη παραήταν διστακτική για σύμβουλός του, οπότε δεν ρίσκαρε να την απομακρύνει τόσο σύντομα. Η Κυρά των Κυμάτων κι οι άλλες δύο Θαλασσινές προχωρούσαν μαζί με την Αλίβια, μπροστά από τη Βέριν και τις υπόλοιπες Άες Σεντάι που είχαν ορκιστεί στο όνομά του, όπως επίσης και τις τέσσερις συντρόφισσες της Κάντσουεϊν, η οποία, ο Ραντ ήταν σίγουρος, δεν το είχε σε τίποτα να τους εγκαταλείψει όλους, ίσως και συντομότερα από το αναμενόμενο.

Στα μάτια κάποιου ουδέτερου παρατηρητή, το συγκεκριμένο μέρος —όπου ο Ραντ είχε σκάψει, πριν πάει στο Φαρ Μάντινγκ— δεν είχε κάποιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό. Στα μάτια του Ραντ όμως, μια λεπτή αχτίδα που λαμπύριζε σαν φανός υψωνόταν μέσα από τα υγρά, σάπια φυλλώματα του δασώδους εδάφους. Ακόμα κι ένας άλλος άντρας με την ικανότητα της διαβίβασης θα μπορούσε να προσπεράσει την αχτίδα χωρίς να πάρει είδηση τίποτα. Ο Ραντ δεν μπήκε στον κόπο να ξεπεζέψει. Χρησιμοποιώντας ροές Αέρα, διέλυσε το παχύ στρώμα των σάπιων φύλλων και των κλωναριών και φτυάρισε τη νοτερή γη, μέχρι που αποκάλυψε έναν μακρόστενο μπόγο, δεμένο με ένα πέτσινο κορδόνι. Σβώλοι βρωμιάς ήταν κολλημένοι στο ύφασμα που τον τύλιγε, καθώς ο Ραντ άδραξε το Καλαντόρ. Δεν είχε τολμήσει να το πάρει μαζί του στο Φαρ Μάντινγκ. Χωρίς θηκάρι, θα ήταν αναγκασμένος να το αφήσει στο οχυρό της γέφυρας, κι αυτό δεν θα διέφερε από σημαία που περίμενε να αναγγείλει την παρουσία του. Ήταν απίθανο να υπάρχει σε όλο τον κόσμο άλλο ξίφος φτιαγμένο από κρύσταλλο, και δεν ήταν λίγοι όσοι γνώριζαν πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας είχε ένα στην κατοχή του. Αφήνοντας το εδώ, ο ίδιος είχε καταλήξει σε ένα σκοτεινό και στενάχωρο πέτρινο κουτί, υπό την εξουσία... Όχι. Ό,τι έγινε, έγινε. Τέλος. Ο Λουζ Θέριν αγκομάχησε στις σκιές του μυαλού του.