Θηκαρώνοντας το Καλαντόρ στη ζώνη στήριξης της σέλας του, σπιρούνισε το φαιόχρωμο άλογό του, για να στραφεί προς το μέρος των υπολοίπων. Τα άλογα έσφιγγαν τις ουρές τους για να μην τις παρασέρνει ο άνεμος, αλλά πού και πού όλο και κάποιο από δαύτα χτυπούσε δυνατά με τις οπλές του το έδαφος ή τίναζε το κεφάλι του, ανυπόμονο να ξεκινήσει ξανά, έπειτα από τη μακρόχρονη παραμονή του στον στάβλο. Το πέτσινο δισάκι που κρεμόταν από τον ώμο της Νυνάβε φάνταζε αταίριαστο με όλα αυτά τα τερ’ανγκριάλ που φορούσε, γεμάτα με πολύτιμους λίθους. Τώρα, που πλησίαζε πια η ώρα, η γυναίκα χάιδευε το εξογκωμένο δισάκι, προφανώς χωρίς να συνειδητοποιεί τι κάνει. Πάσχιζε να κρύψει τον φόβο της, αλλά το πηγούνι της έτρεμε. Η Κάντσουεϊν τον κοιτούσε κάπως αδιάφορα. Η κουκούλα της είχε πέσει προς τα πίσω, ενώ πού και πού μια ριπή ανέμου δυνατότερη από τις άλλες κουνούσε πέρα-δώθε τα χρυσά ψάρια και πουλιά, τα άστρα και τα φεγγάρια, που κρέμονταν από τον κότσο της.
«Θα αφαιρέσω το μίασμα από την αρσενική πλευρά της Δύναμης», ανακοίνωσε ο Ραντ.
Οι τρεις Άσα’μαν, ντυμένοι πλέον με απέριττα σκουρόχρωμα πανωφόρια και μανδύες, όπως οι Πρόμαχοι, αντάλλαξαν αναστατωμένες ματιές, κι ένα ρίγος διαπέρασε τις Άες Σεντάι. Η Νεσούνε άφησε μια κραυγή έκπληξης, κάτι εντελώς παράταιρο για τη λυγερή αδελφή με τη γαμψή μύτη.
Η έκφραση της Κάντσουεϊν δεν άλλαξε στο ελάχιστο. «Με αυτό;» είπε, ανασηκώνοντας γεμάτη αμφιβολία το φρύδι της και κοιτώντας τον μπόγο κάτω από τα πόδια του.
«Με τα Τσόενταν Καλ», αποκρίθηκε ο Ραντ. Η ονομασία αυτή ήταν ένα ακόμη δώρο του Λουζ Θέριν, σαν να υπήρχε ανέκαθεν μέσα στο κεφάλι του Ραντ. «Τα γνωρίζετε ως τεράστιους ανδριάντες, ως σα’ανγκριάλ, το ένα θαμμένο στην Καιρχίν και το άλλο στο Τρεμάλκινγκ». Το κεφάλι της Χαρίνε τινάχτηκε απότομα στην αναφορά του νησιού των Θαλασσινών, κάνοντας τα χρυσά μενταγιόν στην αλυσίδα της μύτης της να κουδουνίσουν. «Είναι πάρα πολύ μεγάλα για να μετακινηθούν με ευκολία, αλλά έχω στην κατοχή μου ένα ζευγάρι τερ’ανγκριάλ που λέγονται κλειδιά πρόσβασης. Χρησιμοποιώντας τα, τα Τσόενταν Καλ μπορούν να ανοίξουν από οποιαδήποτε σημείο του κόσμου».
Επικίνδυνο, μούγκρισε ο Λουζ Θέριν. Τρέλα. Ο Ραντ τον αγνόησε. Προς το παρόν, το μόνο άτομο που είχε σημασία ήταν η Κάντσουεϊν.
Το άλογό της τίναξε ένα μαύρο αυτί, λες κι ένιωθε πιότερο ενθουσιασμό από την αναβάτη του. «Ένα από αυτά τα σα’ανγκριάλ είναι φτιαγμένο για γυναίκα», είπε η Κάντσουεϊν ψυχρά. «Ποια θα πρότεινες να το χρησιμοποιήσει; Ή, μήπως, αυτά τα κλειδιά σού επιτρέπουν να αντλήσεις εσύ κι από τα δύο;»
«Η Νυνάβε θα συνδεθεί μαζί μου». Η Νυνάβε ήταν το μόνο άτομο στο οποίο είχε εμπιστοσύνη για να δημιουργήθουν σύνδεσμο. Ήταν Άες Σεντάι, μα είχε διατελέσει και Σοφία στο Πεδίο του Έμοντ· έπρεπε να την εμπιστευθεί. Η Νυνάβε τού χαμογέλασε κι ένευσε αποφασιστικά, ενώ το πηγούνι της είχε πάψει να τρέμει. «Μην προσπαθήσεις να με σταματήσεις, Κάντσουεϊν». Η γυναίκα δεν απάντησε, παρά μόνο απέμεινε να τον κοιτάει εξεταστικά, ζυγίζοντάς τον με τα σκούρα, βαριά της μάτια.
«Συγχώρα με, Κάντσουεϊν», έσπασε τη σιωπή η Κουμίρα, γέρνοντας το φακιδιάρικο πρόσωπό της προς το μέρος του. «Νεαρέ, σκέφτηκες καθόλου τις πιθανότητες μιας αποτυχίας; Σκέφτηκες τις συνέπειες μιας αποτυχίας;»
«Ετοιμαζόμουν να κάνω την ίδια ερώτηση», είπε κοφτά κι η Νεσούνε. Καθόταν στητή πάνω στη σέλα της, και τα σκούρα της μάτια συνάντησαν επί ίσοις όροις το βλέμμα του Ραντ. «Απ’ όσο έχω διαβάσει, η απόπειρα χρήσης αυτών των σα’ανγκριάλ μπορεί να καταλήξει σε συμφορά. Και τα δύο μαζί, ίσως αποκτήσουν αρκετή ισχύ για να τσακίσουν ολόκληρο τον κόσμο σαν αβγό».