Выбрать главу

Σαν αβγό! συμφώνησε κι ο Λουζ Θέριν. Κανείς δεν τα δοκίμασε ποτέ. Είναι καθαρή παράνοια! στρίγκλισε. Είσαι τρελός! Παράφρονας!

«Απ’ ό,τι άκουσα την τελευταία φορά», είπε ο Ραντ στις αδελφές, «ένας στους πενήντα Άσα’μαν τρελαίνεται και πρέπει να τον αντιμετωπίσουν σαν λυσσασμένο σκυλί. Ίσως τώρα η αναλογία να είναι μεγαλύτερη. Σίγουρα το εγχείρημα ενέχει κάποιον κίνδυνο, αλλά όλα είναι υποθετικά. Αν δεν δοκιμάσω, το σίγουρο είναι πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα τρελαίνονται, χιλιάδες ίσως, μπορεί κι όλοι μας. Αργά ή γρήγορα, θα είναι πάρα πολλοί για να σκοτωθούν εύκολα. Δεν νομίζω πως θα σας ήταν πολύ ευχάριστο να βρεθείτε εν αναμονή της Τελευταίας Μάχης με καμιά εκατοστή λυσσασμένους Άσα’μαν να περιπλανιόνται τριγύρω, πόσω μάλλον με διακόσιους ή πεντακόσιους. Ίσως, δε, να βρίσκομαι κι εγώ ανάμεσά τους. Πόσον καιρό θα αντέξει ο κόσμος μια τέτοια κατάσταση;» Μιλούσε στις δύο Καφετιές, αλλά κοιτούσε την Κάντσουεϊν. Τα σχεδόν μαύρα μάτια της δεν τον είχαν αφήσει ούτε στιγμή. Τη χρειαζόταν κοντά του, αλλά αν προσπαθούσε να τον μεταπείσει, θα απέρριπτε τις συμβουλές της ασχέτως συνεπειών. Κι αν προσπαθούσε να τον σταματήσει...; Το σαϊντίν ανάβλυσε μέσα του.

«Θα το επιχειρήσεις εδώ;» τον ρώτησε.

«Στη Σαντάρ Λογκόθ», της αποκρίθηκε, κι εκείνη συγκατένευσε.

«Είναι το κατάλληλο μέρος», είπε, «αν πρόκειται να διακινδυνεύσουμε τον αφανισμό του κόσμου».

Ο Λουζ Θέριν ούρλιαξε, ένα μαραζωμένο αλύχτισμα που αντήχησε στο εσωτερικό του κρανίου του Ραντ, καθώς η φωνή χανόταν στα σκοτεινά βάθη. Πάντως, δεν υπήρχε χώρος για να κρυφτεί. Κανένα μέρος δεν ήταν ασφαλές.

Η πύλη που ύφανε δεν άνοιξε στην ίδια την ερημωμένη πόλη της Σαντάρ Λογκόθ αλλά σε μια ελαφρά δασωμένη κι ακανόνιστη λοφοκορυφή λίγα μίλια βόρεια, όπου οι οπλές των αλόγων ηχούσαν έντονα πάνω στο αραιό πετρώδες χώμα που αναχαίτιζε την ανάπτυξη των άφυλλων δέντρων, ενώ τραχιές μπαλωματιές χιονιού κάλυπταν το έδαφος. Καθώς ο Ραντ ξεπέζευε, η ματιά του έπεσε φευγαλέα στο μακρινό μέρος που κάποτε αποκαλούνταν Αριντόλ και που φαινόταν πάνω από τις δεντροκορυφές, πύργοι που κατέληγαν απρόσμενα σε ακανόνιστη πέτρα, και λευκοί θόλοι σε σχήμα κρεμμυδιού, που θα μπορούσαν κάλλιστα να χωρέσουν ένα ολόκληρο χωριό αν ήταν ακέραιοι. Δεν έψαξε πολύ. Παρά τον πεντακάθαρο πρωινό ουρανό, εκείνοι οι ωχροί θόλοι δεν αντανακλούσαν το φως όπως έπρεπε, λες κι υπήρχε κάτι που έριχνε σκιά στα απλωμένα ερείπια. Ακόμα κι από αυτή την απόσταση, η δεύτερη αγιάτρευτη πληγή στο πλευρό του άρχισε να πάλλεται ελαφρά. Η χαρακιά από το εγχειρίδιο του Πάνταν Φάιν, το οποίο είχε κατασκευαστεί στη Σαντάρ Λογκόθ, δεν παλλόταν συγχρόνως με τη μεγαλύτερη πληγή, αλλά έμοιαζε περισσότερο να τη συμπληρώνει, λες κι οι δύο πληγές εναλλάσσονταν παλμικά.

Η Κάντσουεϊν μπήκε επικεφαλής κι άρχισε να δίνει ζωηρές διαταγές, όπως ήταν αναμενόμενο. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι Άες Σεντάι άδραχναν πάντα την ευκαιρία να επιδειχθούν, κι ο Ραντ δεν μπήκε στον κόπο να τη σταματήσει. Ο Λαν, ο Νίθαν κι ο Μπασέιν ξεχύθηκαν προς τη μεριά του δάσους, για να ανιχνεύσουν τον χώρο, ενώ οι υπόλοιποι Πρόμαχοι έσπευσαν να δέσουν τα άλογά τους σε χαμηλά κλαδιά, λίγο πιο πέρα. Η Μιν στηρίχθηκε στον αναβολέα και τράβηξε κοντά της το κεφάλι του Ραντ, για να του φιλήσει τα μάτια. Χωρίς να πει λέξη, κίνησε να ενωθεί με τους υπόλοιπους. Ο δεσμός φούσκωσε από την αγάπη που έτρεφε για το άτομό του, όπως επίσης και από μια τόσο ολοκληρωμένη αυτοπεποίθηση κι εμπιστοσύνη, που ο Ραντ έμεινε να την κοιτάει σαν μαρμαρωμένος.

Ο Έμπεν ήρθε να πάρει το υποζύγιο του Ραντ, χαμογελώντας από το ένα αυτί έως το άλλο. Μαζί με τη μύτη του, αυτά τα αυτιά έμοιαζαν να καλύπτουν το μισό του πρόσωπο, αλλά τώρα πια είχε γίνει ένας λιγνός νεαρός που δεν είχε καμιά σχέση με το πρωτύτερο, ασουλούπωτο παρουσιαστικό του. «Θα είναι θαυμάσιο να διαβιβάζεις δίχως το μίασμα, Άρχοντα Δράκοντα», είπε ενθουσιασμένος. Ο Ραντ τον έκανε περίπου δεκαεφτά χρονών, αλλά από τον ήχο της φωνής του θα έλεγες πως ήταν νεότερος. «Όποτε το σκέφτομαι, μου έρχεται να αδειάσω το στομάχι μου». Απομακρύνθηκε σέρνοντας μαζί του το φαιόχρωμο ζώο, με το χαμόγελο μονίμως χαραγμένο στο πρόσωπό του.

Η Δύναμη βρυχήθηκε μέσα στον Ραντ, κι η λέρα αμαύρωσε την αγνή ζωή του σαϊντίν που τον είχε διαπεράσει, σκάβοντας ρυάκια που έφερναν την τρέλα και τον θάνατο.