Η Κάντσουεϊν μάζεψε τις Άες Σεντάι γύρω της, όπως επίσης την Αλίβια και τη Θαλασσινή Ανεμοσκόπο. Η Χαρίνε διαμαρτυρήθηκε έντονα που την απέκλεισαν, μέχρι που το τεντωμένο δάχτυλο της Κάντσουεϊν την ξαπόστειλε για ανίχνευση κατά μήκος της λοφοκορυφής. Ο Μόαντ, με το παράξενο μπλε καπιτονέ πανωφόρι του, άφησε τη Χαρίνε σε μια προεξοχή, μιλώντας της κατευναστικά, μολονότι πού και πού η ματιά του πεταγόταν στα γύρω δέντρα. Κατόπιν, το χέρι του γλίστρησε κατά μήκος της μακρόστενης φιλντισένιας λαβής του ξίφους του. Ο Τζαχάρ εμφανίστηκε από την κατεύθυνση των αλόγων, αφαιρώντας το υφασμάτινο περιτύλιγμα του Καλαντόρ. Το κρυστάλλινο σπαθί, με τη μακρόστενη καθάρια λαβή και την ελαφρώς κυρτή λεπίδα, στραφτάλισε στο χλωμό φως του ήλιου. Μια αυτοκρατορική κίνηση εκ μέρους της Μερίς ήταν αρκετή για να τον κάνει να επιταχύνει το βήμα του και να έρθει κοντά της. Μαζί τους ήταν κι ο Ντάμερ, όπως κι ο Έμπεν. Η Κάντσουεϊν δεν είχε ζητήσει να χρησιμοποιήσει το Καλαντόρ. Ας πήγαινε στο καλό κι αυτό. Προς το παρόν, τουλάχιστον.
«Ετούτη η γυναίκα σκάει γάιδαρο!» μουρμούρισε η Νυνάβε, πηγαίνοντας προς το μέρος του Ραντ. Με το ένα χέρι κρατούσε σταθερά τον ιμάντα από το δισάκι πάνω στον ώμο της, ενώ με το άλλο άδραχνε σφιχτά την παχιά πλεξούδα που εξείχε από την κουκούλα της. «Ας πάει στο Χάσμα του Χαμού, αυτό έχω να πω εγώ! Είσαι σίγουρος πως, έστω για μία φορά, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνει λάθος η Μιν; Μάλλον όχι, ε; Ωστόσο...! Πάψε να χαμογελάς έτσι! Καταντά ανησυχητικό!»
«Ας ξεκινήσουμε», της είπε, κι η Νυνάβε βλεφάρισε.
«Δεν θα έπρεπε να περιμένουμε και την Κάντσουεϊν;» Κανείς δεν υποπτευόταν πως, μια στιγμή πριν, αυτή η γυναίκα καταφερόταν εναντίον της Άες Σεντάι. Αν μη τι άλλο, φαινόταν ανήσυχη μήπως την αναστατώσει.
«Ό,τι είναι να κάνει, θα το κάνει, Νυνάβε. Με τη βοήθειά σου, θα κάνω κι εγώ αυτό που πρέπει».
Η γυναίκα εξακολουθούσε να είναι διστακτική, κρατώντας σφιχτά πάνω στο στήθος της το δισάκι και ρίχνοντας ανήσυχες ματιές προς τη μεριά των γυναικών που είχαν μαζευτεί γύρω από την Κάντσουεϊν. Η Αλίβια απομακρύνθηκε από την ομάδα κι ήρθε βιαστικά προς το μέρος τους, πατώντας πάνω στο ακανόνιστο έδαφος και κρατώντας τον μανδύα και με τα δύο χέρια.
«Η Κάντσουεϊν λέει πως πρέπει να μου δώσεις το τερ’ανγκριάλ, Νυνάβε», είπε με τη χαρακιηριοτική απαλή και μακρόσυρτη προφορά των Σωντσάν. «Μην προσπαθήσεις να φέρεις αντιρρήσεις. Δεν έχουμε καιρό. Επιπλέον, εσένα δεν σου χρησιμεύει, αν πρόκειται να δημιουργήσεις σύνδεσμο μαζί του».
Αυτή τη φορά, το βλέμμα που έριξε η Νυνάβε προς τις γυναίκες που είχαν μαζευτεί γύρω από την Κάντσουεϊν ήταν σχεδόν δολοφονικό, αλλά, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, αφαίρεσε όλα τα δαχτυλίδια και τα βραχιόλια κι έδωσε στην Αλίβια τη διακοσμημένη με πετράδια ζώνη και το περιδέραιο. Μια στιγμή αργότερα, έλυσε αναστενάζοντας το περίεργο βραχιόλι που μέσω μιας επίπεδης αλυσιδίτσας συνδεόταν με τα δαχτυλίδια. «Μπορείς να πάρεις κι αυτό, αν θες. Δεν νομίζω πως θα μου χρειαστεί ένα ανγκριάλ, αν πρόκειται να χρησιμοποιήσω το ισχυρότερο σα’ανγκριάλ που φτιάχτηκε ποτέ. Έχε υπ’ όψιν σου, όμως, ότι τα θέλω πίσω», αποτελείωσε άγρια την πρόταση της.
«Δεν είμαι κλέφτρα», της αποκρίθηκε κομψά η γυναίκα με τη γερακίσια ματιά, τοποθετώντας τα τέσσερα δαχτυλίδια στα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Παραδόξως, το ανγκριάλ που ταίριαζε τόσο καλά στη Νυνάβε, ταίριαζε εξίσου καλά και στο μακρύτερο χέρι της Αλίβια. Οι δύο γυναίκες έμειναν να κοιτούν το αντικείμενο.
Εκείνη την ώρα, ο Ραντ συνειδητοποίησε πως καμιά από τις δύο δεν έδινε στο εγχείρημα πιθανότητες αποτυχίας. Μακάρι να ήταν κι ο ίδιος τόσο σίγουρος. Πάντως, ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν.
«Θα περιμένεις για πολύ ακόμα, Ραντ;» ρώτησε η Νυνάβε, μόλις η Αλίβια ξαναπλησίασε την Κάντσουεϊν, με βήμα ακόμα πιο γοργό απ’ όταν είχε έρθει κοντά τους. Σιάζοντας τον μανδύα της, η Νυνάβε κάθισε πάνω σε έναν υψωμένο γκρίζο βράχο σε μέγεθος μικρού πάγκου, τράβηξε πάνω στα γόνατά της το δισάκι και ξετύλιξε το πέτσινο δέμα.
Ο Ραντ κάθισε κι αυτός οκλαδόν μπροστά της, καθώς η γυναίκα έβγαζε τα δύο κλειδιά πρόσβασης, δύο λεία λευκά ειδώλια ύψους ενός ποδιού, καθένα εκ των οποίων κρατούσε μια καθάρια σφαίρα με ένα ανασηκωμένο χέρι. Έδωσε στον Ραντ τη φιγούρα του γενειοφόρου άντρα με την τήβεννο, ενώ την αντίστοιχη τηβεννοφόρο γυναίκα την τοποθέτησε στο έδαφος, μπροστά στα πόδια της. Τα πρόσωπα στα δύο ειδώλια ήταν γαλήνια, δυναμικά και γεμάτα σοφία από το διάβα των χρόνων.
«Πρέπει να προετοιμαστείς να αγκαλιάσεις την Πηγή», του είπε, φτιάχνοντας τη φούστα της χωρίς να χρειάζεται. «Μόνο τότε μπορώ να συνδεθώ μαζί σου».