Αναστενάζοντας, ο Ραντ άφησε κάτω τον γενειοφόρο άντρα κι απελευθέρωσε το σαϊντίν. Η μανιασμένη φωτιά και το κρύο χάθηκαν, όπως επίσης κι η ρυπαρή και λιγδερή προστυχιά του μιάσματος. Μαζί μ’ αυτά, η ζωή φάνηκε να φθίνει, κάνοντας τον κόσμο να μοιάζει ωχρός και μουντός. Έβαλε το χέρι του στο έδαφος δίπλα του, για να στηριχθεί στην περίπτωση που θα τον άδραχνε η ναυτία όταν θα αγκάλιαζε την Πηγή, αλλά ξαφνικά το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει από μια ζάλη διαφορετικής υφής. Για δευτερόλεπτα, ένα θαμπό πρόσωπο γέμισε το οπτικό του πεδίο, εξαλείφοντας το πρόσωπο της Νυνάβε, ένα αντρικό πρόσωπο σχεδόν αναγνωρίσιμο. Μα το Φως, αν συνέβαινε αυτό όσο άδραχνε το σαϊντίν... Η Νυνάβε έσκυψε προς το μέρος του, με πρόσωπο γεμάτο αγωνία.
«Τώρα», είπε ο Ραντ, κι απλώθηκε για να αγκαλιάσει την Πηγή μέσω του γενειοφόρου άντρα. Απλώθηκε, αλλά δεν την άδραξε. Κρεμάστηκε στο χείλος, θέλοντας να ουρλιάξει από αγωνία, καθώς οι τρεμάμενες φλόγες φάνηκαν να τον ψήνουν, ακόμα κι όταν οι λυσσαλέοι άνεμοι πετούσαν επάνω του κομμάτια παγωμένης άμμου, χαράζοντάς του την επιδερμίδα. Παρακολουθώντας τη Νυνάβε να παίρνει μια βαθιά ανάσα, κατάλαβε πως όλα αυτά διήρκεσαν μια στιγμή μονάχα, αν και του φάνηκε πως τα υπέφερε επί ώρες ολόκληρες...
Το σαϊντίν έρρεε μέσα του, όλη αυτή η χυτή μανία ανακατεμένη με ψυχράδα, όλη αυτή η βρωμιά, κι αυτός αδυνατούσε να ελέγξει ακόμα και μια κλωστή του σε μέγεθος τρίχας. Μπορούσε να παρατηρήσει τη ροή από τον εαυτό του προς τη Νυνάβε. Την ένιωθε να κοχλάζει μέσα του, αισθανόταν τις επίβουλες παλίρροιες και το μετακινούμενο έδαφος, που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να τον αφανίσει, κι ήταν μεγάλη η αγωνία του, μια και τα ένιωθε όλα αυτά δίχως να έχει τη δυνατότητα να τα πολεμήσει ή να τα ελέγξει. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως είχε επίγνωση της Νυνάβε κατά τον ίδιο τρόπο που είχε επίγνωση της Μιν, αλλά το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν το σαϊντίν, που κυλούσε ανεξέλεγκτο μέσα του.
Πήρε μια ανάσα, τρέμοντας σύγκορμος. «Πώς μπορείς και το αντέχεις... αυτό;» του φώναξε βραχνά η Νυνάβε. «Όλο αυτό το χάος, την οργή και τον θάνατο. Μα το Φως! Πρέπει να προσπαθήσεις όσο πιο σκληρά γίνεται να ελέγξεις τις ροές, όσο εγώ...» Πασχίζοντας απεγνωσμένα να μη χάσει την ισορροπία του σε αυτόν τον ατελείωτο πόλεμο με το σαϊντίν, ο Ραντ έκανε όπως του είπε η Νυνάβε, κι εκείνη ούρλιαξε και πήδησε. «Υποτίθεται πως έπρεπε να περιμένεις μέχρι να...» άρχισε να του λέει θυμωμένη, και συνέχισε απλώς εκνευρισμένη, «Τέλος πάντων, αν μη τι άλλο, απαλλάχτηκα από δαύτο. Γιατί γούρλωσες τα μάτια σου; Το δικό μου τομάρι κόντεψε να χαθεί!»
«Σαϊντάρ», μουρμούρισε ο Ραντ με δέος. Ήταν τόσο... διαφορετικό.
Παράλληλα με όλη αυτήν την αναταραχή του σαϊντίν, το σαϊντάρ έμοιαζε με ήσυχο ποταμάκι που έρρεε ήρεμα. Ο Ραντ βυθίστηκε σ’ αυτό το ποταμάκι και βρέθηκε ξαφνικά να παλεύει με ρεύματα που προσπαθούσαν να τον τραβήξουν κάτω, στριφογυριστές δίνες που πάσχιζαν να τον ρουφήξουν. Όσο πιο σκληρά πάλευε, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η εναλλασσόμενη αστάθεια. Δεν είχε περάσει παρά μία μονάχα στιγμή από τότε που πάσχισε να ελέγξει το σαϊντάρ, κι ένιωθε ήδη σαν να πνιγόταν μέσα του, σαν να τον κατάπινε η αιωνιότητα. Η Νυνάβε τον είχε προειδοποιήσει τι να κάνει, αλλά όσα του είπε, φάνταζαν τόσο ξένα, που είχε πρόβλημα να τα πιστέψει. Καταβάλλοντας υπέρμετρη προσπάθεια, πίεσε τον εαυτό του να πάψει να καταπολεμά το ρεύμα, και το ποτάμι έγινε και πάλι γαλήνιο.
Αυτή ήταν η πρώτη δυσκολία, να πολεμήσει δηλαδή το σαϊντίν ενώ έχει παραδοθεί στο σαϊντάρ. Η πρώτη δυσκολία και το πρώτο κλειδί σε όσα έπρεπε να κάνει. Το αρσενικό και το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής ήταν όμοια κι ανόμοια ταυτοχρόνως, έλκυαν κι απωθούσαν, μάχονταν το ένα το άλλο συνεργαζόμενα συγχρόνως για να συνεχίσει να λειτουργεί ο Τροχός του Χρόνου. Το μίασμα στο αρσενικό μισό είχε το δίδυμο αντίθετό του. Η πληγή που του είχε χαρίσει ο Ισαμαήλ παλλόταν συγχρονισμένη με το μίασμα, ενώ η άλλη, από τη λάμα του Φάιν, χτυπούσε σε αντίστιξη με το κακό που είχε αφανίσει την Αριντόλ.
Αδέξια κι αναγκάζοντας τον εαυτό του να λειτουργήσει πειθήνια, να χρησιμοποιήσει την ανοίκεια κι απέραντη δύναμη του σαϊντάρ και να τη χαλιναγωγήσει όπως ήθελε, ύφανε έναν αγωγό που άγγιξε με τη μία του άκρη το αρσενικό μισό της Πηγής και με την άλλη τη μακρινή πόλη. Ο αγωγός έπρεπε να αποτελείται από μη μιασμένο σαϊντάρ. Αν το σύστημα δούλευε όπως ήλπιζε, ένας σωλήνας από σαϊντίν θα θρυμματιζόταν όταν το μίασμα θα άρχιζε να διαρρέει. Τον σκέφτηκε σαν σωλήνα, αν και δεν είχε καμιά σχέση. Η ύφανση δεν λειτούργησε όπως περίμενε. Λες και το σαϊντάρ είχε δική του βούληση, η ύφανση άρχισε να συστρέφεται σπειροειδώς, θυμίζοντάς του άνθος. Δεν υπήρχε τίποτα εντυπωσιακό να δει, καμιά μεγαλειώδης ύφανση δεν έπεσε από τα ουράνια. Η Πηγή βρισκόταν στην καρδιά της δημιουργίας. Η Πηγή ήταν πανταχού παρούσα, ακόμα και στη Σαντάρ Λογκόθ. Ο αγωγός κάλυψε μια απόσταση πέρα από κάθε φαντασία, με μηδενικό μήκος. Μάλλον ήταν αγωγός, άσχετα με την εντύπωση που έδινε. Αν δεν ήταν...