Απορρόφησε το σαϊντίν, πάλεψε μαζί του, το κατέβαλε με τον θανατηφόρο χορό που τόσο καλά γνώριζε, αναγκάζοντάς το να απορροφηθεί από τη λουλουδένια ύφανση του σαϊντάρ. Κι αυτό άρχισε να ξεχύνεται. Το σαϊντίν με το σαϊντάρ, το όμοιο και το ανόμοιο, δεν μπορούσαν να ανακατευτούν. Η ροή του σαϊντίν αυτοσυμπιέστηκε, μακριά από το σαϊντάρ που το κύκλωνε, το οποίο το έσπρωχνε απ’ όλες τις μεριές, συμπιέζοντάς το περισσότερο κι αναγκάζοντάς το να ρέει ταχύτερα. Ατόφιο σαϊντίν, με εξαίρεση το μίασμα, άγγιξε τη Σαντάρ Λογκόθ.
Ο Ραντ συνοφρυώθηκε. Μήπως έκανε λάθος; Τίποτα δεν συνέβη, εκτός... Οι πληγές στο πλευρό του άρχισαν να πάλλονται όλο και πιο γρήγορα. Ανάμεσα στην καταιγίδα της φωτιάς και στην παγερή μανία του σαϊντίν, η ρυπαρότητα φάνηκε να αναδεύεται και να μετατοπίζεται. Δεν ήταν παρά μια ελαφριά μετακίνηση, που θα διέφευγε την προσοχή του αν δεν είχε το νου του να βρει κάτι. Ένα ανάλαφρο ανάδεμα καταμεσής του χάους, προς κάθε κατεύθυνση ταυτόχρονα.
«Συνέχισε», τον παρότρυνε η Νυνάβε. Τα μάτια της ήταν λαμπερά, λες κι η ροή του σαϊντάρ μέσα της ήταν αρκετή για να της προκαλεί απέραντη χαρά.
Ο Ραντ απορρόφησε περισσότερη ενέργεια κι από τα δύο μισά της Αληθινής Πηγής, ενισχύοντας τον αγωγό καθώς τον τροφοδοτούσε με πιότερο ακόμα σαϊντίν, αναρρόφησε Δύναμη, μέχρι που κόντεψε να την αδειάσει. Ήθελε να φωνάξει ότι η ροή τον γέμιζε, ότι είχε απορροφήσει τόσο πολύ, που ο ίδιος έμοιαζε να μην υπάρχει πια, να έχει απορροφηθεί από τη Μία Δύναμη. Άκουσε τη Νυνάβε να μουγκρίζει, αλλά η φονική πάλη με το σαϊντίν τον καταβρόχθισε.
Ψηλαφώντας το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στον αριστερό της δείκτη, η Έλζα κοιτούσε τον άντρα που είχε ορκιστεί να υπηρετεί. Καθόταν στο έδαφος, με μια σκληρή έκφραση στο πρόσωπό του, κοιτώντας ευθεία μπροστά σαν να μην μπορούσε να δει την αδέσποτη Νυνάβε, που καθόταν ακριβώς μπροστά του λάμποντας σαν τον ήλιο. Ίσως, πράγματι, να μην μπορούσε. Η γυναίκα ένιωθε το σαϊντάρ να διαπερνά τη Νυνάβε σε χειμάρρους ανονείρευτους. Ακόμα κι αν ενώνονταν όλες οι αδελφές του Πύργου, θα μπορούσαν να χαλιναγωγήσουν μόνο ένα μέρος αυτού του ωκεανού. Ζήλευε την αδέσποτη, ενώ ταυτόχρονα νόμιζε ότι θα τρελαθεί από τη χαρά της. Παρά το κρύο, στο πρόσωπο της Νυνάβε ξεχώριζαν κόμποι ιδρώτα. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα και χα γουρλωμένα μάτια της κοιτούσαν εκστατικά κάπου πιο πέρα από τον Αναγεννημένο Δράκοντα.
«Φοβάμαι πως θα ξεκινήσει πολύ σύντομα», ανακοίνωσε η Κάντσουεϊν. Στρέφοντας την προσοχή της από το καθισμένο ζευγάρι, η γκριζομάλλα αδελφή τοποθέτησε τις γροθιές πάνω στους γοφούς της και το διαπεραστικό της βλέμμα πέρασε πάνω από τη λοφοπλαγιά. «Σίγουρα θα το νιώθουν στην Ταρ Βάλον, ίσως και στην άλλη μεριά του κόσμου. Όλοι».
«Έλα, Έλζα», είπε η Μερίς, και το φως του σαϊντάρ την τύλιξε ξαφνικά.
Η Έλζα δεν είχε αντίρρηση να δημιουργήσει σύνδεσμο με τη βλοσυρή αδελφή, αλλά έκανε έναν μορφασμό μόλις η Μερίς πρόσθεσε στον κύκλο και τον Άσα’μαν Πρόμαχό της. Ήταν όμορφος με έναν σκοτεινό τρόπο, αλλά το κρυστάλλινο ξίφος στα χέρια του έλαμπε με ένα αμυδρό φως, κι η γυναίκα ένιωθε την τρομερή, αναβράζουσα ταραχή που μαρτυρούσε την ύπαρξη του σαϊντίν. Παρότι η Μερίς ήλεγχε τις ροές, η ποταπότητα του σαϊντίν έκανε το στομάχι της Έλζα να ανακατεύεται. Δεν ήταν παρά ένας κοπροσωρός κάτω από την αποπνικτική κάψα του καλοκαιριού. Η άλλη Πράσινη ήταν μια χαριτωμένη γυναίκα, παρά το αυστηρό της πρόσωπο, αν και το στόμα της είχε γίνει μια λεπτή γραμμή, λες και πάλευε κι αυτή να μην ξεράσει.
Γύρω από τη λοφοκορυφή σχηματίζονταν κύκλοι, η Σαρίνε με την Κόρελε συνδεδεμένες με τον γερο-Φλιν, ενώ η Νεσούνε, η Μπελντάινε κι η Ντάιγκιαν με το αγόρι, τον Χόπγουιλ. Ακόμα και η Βέριν με την Κουμίρα έκαναν κύκλο με την αδέσποτη Θαλασσινή· ήταν αρκετά δυνατή, κι έπρεπε να χρησιμοποιηθούν όλοι. Μόλις σχηματίστηκαν οι κύκλοι, άπαντες μετακινήθηκαν από τη λοφοκορυφή και χάθηκαν ανάμεσα στα δέντρα, καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση. Η Αλίβια, αυτή η παράξενη αδέσποτη που, όπως φαίνεται, δεν διέθετε άλλο όνομα, βάδισε προς Βορρά, με τον μανδύα να ανεμίζει πίσω της, κυκλωμένη από τη λάμψη της Δύναμης. Αυτή η γυναίκα με τις λεπτές ρυτίδες γύρω από τα μάτια ήταν πολύ ανησυχητική αλλά κι εξαιρετικά δυνατή. Η Έλζα θα έδινε πολλά για να πάρει στα χέρια της εκείνα τα τερ’ανγκριάλ που φορούσε.