Выбрать главу

Η Αλίβια κι οι τρεις κύκλοι μπορούσαν να παράσχουν, εν ώρα ανάγκης, ένα είδος κυκλικής άμυνας, αλλά η μεγαλύτερη ανάγκη υπήρχε εδώ, στη λοφοκορυφή. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας έπρεπε να προστατευθεί πάση Ουσία, κάτι που φυσικά είχε αναλάβει η ίδια η Κάντσουεϊν, αλλά κι ο κύκλος της Μερίς θα ήταν εξίσου παρών. Η Κάντσουεϊν μάλλον διέθετε δικό της ανγκριάλ, κρίνοντας από την ποσότητα του σαϊντάρ που απορροφούσε, μεγαλύτερη απ’ όση θα τραβούσαν η Έλζα κι η Μερίς μαζί, αλλά ακόμα κι αυτό ωχριούσε μπροστά στη Δύναμη που έρρεε μέσω του Καλαντόρ.

Η Έλζα έριξε μια ματιά στον Αναγεννημένο Δράκοντα και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μερίς, ξέρω ότι δεν κάνω καλά που σε ρωτάω, αλλά θα μπορούσα να συγχωνεύσω τις ροές;»

Περίμενε πως θα χρειαζόταν να την ικετεύσει, αλλά η ψηλότερη γυναίκα δίστασε μονάχα μια στιγμή κι ύστερα ένευσε καταφατικά και της έδωσε τον έλεγχο. Σχεδόν αμέσως, το στόμα της Μερίς μαλάκωσε, αν και δύσκολα θα έλεγες πως η γυναίκα είχε χαλαρώσει. Φωτιά, πάγος και βρωμιά ξεχύθηκαν μέσα στην Έλζα, κι εκείνη αναρρίγησε. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας έπρεπε να είναι παρών στην Τελευταία Μάχη με οποιοδήποτε ρίσκο. Με οποιοδήποτε τίμημα.

Οδηγώντας την άμαξά του στον χιονισμένο δρόμο προς το Τρεμόνσιεν, ο Μπάρμελιν αναρωτιόταν κατά πόσον η Μάγκλιν, στα Εννιά Δαχτυλίδια, θα πλήρωνε όσα ο ίδιος ήθελε για το μπράντυ από δαμάσκηνα, με το οποίο ήταν γεμάτη η καρότσα πίσω του. Δεν ήταν πολύ αισιόδοξος. Η Μαγκλίν είχε καβούρια στις τσέπες, το μπράντυ δεν ήταν πολύ καλό αυτή την εποχή κι η γυναίκα ίσως προτιμούσε να περιμένει έως την άνοιξη για να καλυτερεύσει. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως η μέρα έμοιαζε ολόφωτη, κάτι σαν καλοκαιρινό μεσημέρι αντί για χειμωνιάτικο πρωινό. Το πιο παράδοξο απ’ όλα ήταν ότι αυτή η λάμψη προερχόταν από τον τεράστιο λάκκο πλάι στον δρόμο, όπου μέχρι πέρυσι έσκαβαν εργάτες από την Πόλη. Υποτίθεται πως εκεί κάτω υπήρχε ένα τερατώδες άγαλμα, αλλά ο ίδιος δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ να κοιτάξει.

Τώρα, ενάντια σχεδόν στη θέλησή του, τράβηξε τα γκέμια της εύσωμης φοράδας του και ξεπέζεψε στο χιόνι, για να πάει μέχρι το χείλος του λάκκου. Ήταν εκατό πόδια βαθύς κι άλλες δέκα φορές φαρδύς, κι ο Μπάρμελιν αναγκάστηκε να καλύψει το πρόσωπό του με τα χέρια, για να μην τυφλωθεί από την εκθαμβωτική ακτινοβολία που εξέπεμπε. Μισοκοίταξε μέσα από τα δάχτυλά του και ξεχώρισε μια λαμπερή μπάλα, σαν δεύτερο ήλιο. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι γινόταν αυτόπτης μάρτυρας της Μίας Δύναμης.

Με μια πνιχτή κραυγή, άρχισε να οπισθοχωρεί αδέξια στο χιόνι, προς την άμαξά του. Σκαρφάλωσε επάνω κι άρχισε να μαστιγώνει τη Νίσα με τα γκέμια, για να την ξεκουνήσει, προσπαθώντας ταυτόχρονα να της γυρίσει το κεφάλι για να την κατευθύνει προς την αγροικία. Θα έμενε σπίτι του και θα έπινε μόνος του αυτό το μπράντυ. Όλο.

Σουλατσάροντας χαμένη σε σκέψεις, η Τίμνα ούτε που πρόσεξε τις χέρσες πεδιάδες που κάλυπταν όλες τις λοφοπλαγιές εκτός από αυτή που την περιτριγύριζε. Το Τρεμάλκινγκ ήταν μεγάλο νησί και, τόσο μακριά από τη θάλασσα, ο αέρας δεν κουβαλούσε μαζί του την αψάδα του αλατιού, ωστόσο ήταν οι Άθα’αν Μιέρε αυτοί που την ανησυχούσαν πιότερο. Αρνούνταν να ακολουθήσουν τον Δρόμο του Νερού, η Τίμνα όμως ήταν μία από τις Οδηγούς που είχαν επιλεγεί για να τους προστατεύσουν από τους ίδιους τους εαυτούς τους, ει δυνατόν, πράγμα πολύ δύσκολο τη στιγμή που όλοι είχαν ξεσηκωθεί με αυτόν τον Κοραμούρ. Ελάχιστοι παρέμεναν στο νησί. Ακόμα κι οι Κυβερνήτες, που, όπως οι Άθα’αν Μιέρε, πάντα εξοργίζονταν όταν βρίσκονταν μακριά από τη θάλασσα, σάλπαραν με οποιοδήποτε διαθέσιμο σκάφος σε αναζήτηση του.

Ξαφνικά, ο μοναδικός λόφος που δεν ήταν οργωμένος τράβηξε την προσοχή της. Ένα τεράστιο πέτρινο χέρι εξείχε από τη γη, κρατώντας μια καθάρια σφαίρα, μεγάλη σαν σπίτι. Κι αυτή η σφαίρα έλαμπε σαν επιβλητικός καλοκαιρινός ήλιος.

Η Τίμνα έπαψε ξαφνικά να σκέφτεται τους Άθα’αν Μιέρε, μάζεψε τον μανδύα πάνω στο κορμί της και κάθισε κάτω, χαμογελώντας στη σκέψη πως μπορεί να γινόταν μάρτυρας της εκπλήρωσης της προφητείας και του τέλους της Ψευδαίσθησης.

«Αν όντως είσαι μία από τους Εκλεκτούς, θα σε υπηρετήσω», είπε γεμάτος αμφιβολία ο γενειοφόρος άντρας που καθόταν μπροστά στη Σιντέιν, αλλά αυτή δεν άκουσε ό,τι άλλο είχε να της πει.