Выбрать главу

Το ένιωθε. Τόση ποσότητα σαϊντάρ συγκεντρωμένη σε ένα μέρος ήταν κάτι σαν φάρος που οποιαδήποτε γυναίκα στον κόσμο με την ικανότητα της διαβίβασης μπορούσε να νιώσει και να εντοπίσει. Ώστε, λοιπόν, είχε βρει κάποια γυναίκα για να χρησιμοποιήσει το άλλο κλειδί πρόσβασης. Έχοντάς τον δίπλα της, θα μπορούσε κάλλιστα να αντιμετωπίσει τον Μέγα Άρχοντα — τον ίδιο τον Δημιουργό! Θα μοιραζόταν μαζί του όλη τη δύναμη, θα τον είχε στο πλευρό της και θα τον άφηνε να κυβερνήσει τον κόσμο. Εκείνος όμως είχε απορρίψει την αγάπη της, είχε απορρίψει την ίδια!

Ο ηλίθιος που φλυαρούσε μπροστά της ήταν αρκετά σημαντικό πρόσωπο, σύμφωνα τουλάχιστον με τα δεδομένα, αλλά δεν είχε χρόνο να βεβαιωθεί κατά πόσον ήταν έμπιστος, οπότε δεν μπορούσε να τον αφήσει να μωρολογεί, ακόμα κι αν ένιωθε το χέρι του Μοριντίν να χαϊδεύει το κουρ’σούβρα που κρατούσε την ψυχή της. Μια λεπτή σαν ξυράφι ροή Αέρα έκοψε στα δύο τη γενειάδα του, παίρνοντας μαζί και το κεφάλι του. Μια άλλη ροή έσπρωξε προς τα πίσω το κορμί του, ώστε το αίμα που ανάβλυζε από τον κουτσουρεμένο του λαιμό να μη λερώσει το φόρεμά της. Πριν ακόμα κεφάλι και κορμί αγγίξουν το πάτωμα, η Σιντέιν είχε υφάνει ήδη την πύλη της. Ο φάρος που είχε εντοπίσει, της ένευε.

Καθώς έβγαινε στο κυματοειδές δάσος, όπου οι μπαλωματιές του χιονιού, σαν σκόρπια χαλιά, έστρωναν εδώ κι εκεί το έδαφος κάτω από τα άκαμπτα και γυμνά κλαριά, με εξαίρεση μόνο τις κρεμαστές καφετιές περικοκλάδες, αναρωτήθηκε πού στο καλό την είχε τραβήξει ο φάρος. Δεν είχε και πολλή σημασία. Ο φάρος έλαμπε κάπου προς τον Νότο, και το διαθέσιμο σαϊντάρ ήταν αρκετό για να αφανίσει μια ήπειρο με ένα μονάχα χτύπημα. Εκεί θα ήταν κι αυτός, μαζί με τη γυναίκα με την οποία την είχε προδώσει. Με προσεκτικές κινήσεις, απορρόφησε Δύναμη για να υφάνει έναν θανατερό ιστό.

Η Κάντσουεϊν δεν είχε δει ποτέ της τόσες αστραπές να αυλακώνουν τον ασυννέφιαστο ουρανό, όχι τα συνηθισμένα, ακανόνιστα αστροπελέκια αλλά ασημογάλαζα δόρατα, που χτυπούσαν τη λοφοκορυφή στην οποία στεκόταν κι η ίδια, σημαδεύοντας την ανεστραμμένη θωράκιση που είχε υφάνει και ξεπηδώντας με εκκωφαντικό βρυχηθμό πενήντα πόδια πάνω από το κεφάλι της. Ακόμα και με τη χρήση της θωράκισης, ο αέρας τσιτσίριζε κι οι τρίχες στο σβέρκο της ήταν ανασηκωμένες. Χωρίς τη βοήθεια του ανγκριάλ, που έμοιαζε κάπως με αετομάχο που κρεμόταν από τον κότσο της, θα ήταν αδύνατον να κρατήσει για πολύ ώρα τη θωράκιση.

Ένα δεύτερο χρυσό πουλί, ένα χελιδόνι, κρεμόταν από το χέρι της σε μια λεπτή αλυσίδα. «Εκεί», είπε, δείχνοντας την κατεύθυνση προς την οποία φαινόταν να πετά το πουλί. Κρίμα που δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσο μακριά είχε διαβιβαστεί η Δύναμη ή αν είχε διαβιβαστεί από άντρα ή γυναίκα, αλλά η υπόδειξη και μόνο της κατεύθυνσης ήταν αρκετή. Ήλπιζε πως δεν θα υπήρχαν... αναποδιές. Κάπου εκεί βρίσκονταν κι οι δικοί της. Αν όμως η προειδοποίηση ερχόταν μαζί με την επίθεση, δεν θα υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία.

Μόλις η λέξη βγήκε από το στόμα της, ένας ψλόγινος πίδακας ξεπήδησε στο βορεινό δάσος, κι έπειτα άλλος ένας, κι άλλος ένας, μια τρικλίζουσα γραμμή που ορμούσε προς τον Βορρά. Το Καλαντόρ λαμπύριζε σαν φλόγα στα χέρια του νεαρού Τζαχάρ. Παραδόξως, κρίνοντας από την ένταση στο πρόσωπο της Έλζα κι από τον τρόπο που είχε αδράξει τη φούστα της, μάλλον εκείνη κατηύθυνε τις ροές.

Η Μερίς έπιασε μια τούφα από τα μαύρα μαλλιά του αγοριού και του κούνησε μαλακά το κεφάλι. «Σταθερά, καμάρι μου», μουρμούρισε. «Σταθερά, δυνατέ μου άντρα». Αυτός της χαμογέλασε, ένα χαμόγελο θελκτικό.

Η Κάντσουεϊν κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. Ήταν όντως δύσκολο να καταλάβει τη σχέση ανάμεσα σε μια αδελφή και στον Πρόμαχό της, ειδικά μεταξύ των Πρασίνων, αλλά ούτε που μπορούσε να φανταστεί τη σχέση ανάμεσα στη Μερίς και στα αγόρια της.

Ωστόσο, την προσοχή της την είχε τραβήξει ένα άλλο αγόρι. Η Νυνάβε λικνιζόταν, μούγκριζε από την έκσταση της απίστευτης ποσότητας σαϊντάρ που έρρεε μέσα της, αλλά ο Ραντ καθόταν ακίνητος σαν πέτρα, με τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό του. Τα μάτια του ήταν κενά, σαν στιλβωμένα ζαφείρια. Άραγε, είχε επίγνωση του τι συνέβαινε γύρω του;

Το χελιδόνι συστράφηκε στην αλυσίδα, κάτω από το χέρι της.

«Εκεί», είπε, δείχνοντας προς την κατεύθυνση των ερειπίων της Σαντάρ Λογκόθ.

Ο Ραντ δεν μπορούσε πια να διακρίνει τη Νυνάβε. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, ούτε να νιώσει τίποτα. Κολυμπούσε σε μια φουσκωμένη θάλασσα φωτιάς, σκαρφάλωνε σε καταρρέοντα βουνά πάγου. Το μίασμα ερχόταν σαν ωκεάνια παλίρροια, πασχίζοντας να τον παρασύρει στο διάβα του. Αν έχανε τον έλεγχο έστω και για μια στιγμή, θα παρέσερνε στην πορεία του όλα όσα αποτελούσαν το άτομό του, και θα τα ξέχυνε στον αγωγό. Το ίδιο κακό, ίσως και χειρότερο, παρά την παλίρροια της βρωμιάς που ξεχυνόταν μέσα από αυτό το αλλόκοτο άνθος, ήταν το μίασμα της αρσενικής πλευράς της Πηγής. Ήταν σαν πετρέλαιο που επέπλεε στο νερό, μια επίστρωση τόσο λεπτή, που δεν την παρατηρούσες, παρά μόνο αν άγγιζες την επιφάνεια. Καλύπτοντας όμως την απεραντοσύνη του αρσενικού μισού, έμοιαζε σωστός ωκεανός. Έπρεπε να αντέξει. Έπρεπε. Για πόσο όμως;