Αν μπορούσε να ακυρώσει όσα είχε κάνει ο αλ’Θόρ στην πηγή, σκέφτηκε ο Ντεμάντρεντ καθώς περνούσε μέσα από την προσωπική του πύλη κι έβγαινε στη Σαντάρ Λογκόθ, αν μπορούσε να τα ακυρώσει μια κι έξω, ίσως και να τον σκότωνε ή τουλάχιστον να εξάλειφε την ικανότητά του για διαβίβαση. Μόλις αντιλήφθηκε πού κρυβόταν το κλειδί πρόσβασης, είχε αντιληφθεί με λογικά τεκμήρια ποια ήταν τα σχέδια του αλ’Θόρ. Δεν είχε πρόβλημα να παραδεχτεί πως το σχέδιο ήταν έξοχο, άσχετα αν ήταν παρανοϊκά επικίνδυνο. Ο Λουζ Θέριν, άλλωστε, κατέστρωνε επίσης θαυμάσια σχέδια, πολύ καλύτερα από τον μέσο όρο αλλά όχι τόσο μεγαλοφυή όσο του ίδιου του Ντεμάντρεντ.
Μια ματιά, ωστόσο, στον δρόμο που ήταν σκεπασμένος με χαλάσματα, ήταν αρκετή για να τον κάνει να αλλάξει γνώμη σχετικά με το να μεταβάλει την κατάσταση. Δίπλα του ορθωνόταν μέχρι τη μέση ένας ωχρός θόλος, με την κατεστραμμένη του οροφή διακόσια και περισσότερα πόδια πάνω από το έδαφος, ενώ ψηλότερα ο τόπος φωτιζόταν από το φως του μεσημεριού. Ωστόσο, από το τσακισμένο γείσο του ερειπίου μέχρι τον δρόμο, ο αέρας ήταν σκοτεινός από τις σκιές, λες κι έπεφτε ήδη η νύχτα. Η πόλη... αναρριγούσε. Ένιωθε τον κραδασμό της να του διαπερνά τις μπότες.
Φωτιά ξεπήδησε στο δάσος, τεράστιες εκρήξεις από στροβίλους σαϊντίν, οι οποίοι τίναζαν τα δέντρα στον αέρα μέσα σε πίδακες φλογών που ορμούσαν εναντίον του, αν κι εκείνος ύφαινε ήδη πύλη. Πήδηξε μέσα, αφήνοντάς τη να χαθεί, κι άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα από τις περικοκλάδες των δέντρων, δρασκελώντας τις μπαλωματιές του χιονιού, σκοντάφτοντας σε βράχους κρυμμένους στη σάπια φυλλωσιά, χωρίς όμως να επιβραδύνει διόλου. Καλού-κακού, ο ιστός είχε αναστραφεί, όπως και την πρώτη φορά. Εξακολουθώντας να τρέχει, άκουσε τις αναμενόμενες εκρήξεις και κατάλαβε πως έσπευδαν προς το μέρος όπου βρισκόταν η πύλη του. Το θεωρούσε σίγουρο, σαν να κυνηγούσαν τον ίδιο ανάμεσα στα ερείπια. Πάντως, βρίσκονταν ακόμα αρκετά μακριά ώστε να αποτελούν κίνδυνο. Χωρίς να επιβραδύνει το βήμα του, στράφηκε προς το κλειδί πρόσβασης. Όλη αυτή η ποσότητα του σαϊντίν, που έρρεε άφθονη, δεν διέφερε από φλεγόμενο βέλος στον ουρανό με την αιχμή του στραμμένη προς τον αλ’Θόρ.
Οπότε, εκτός κι αν κάποιος σε αυτήν την καταραμένη Εποχή είχε ανακαλύψει μια άλλη, άγνωστη ικανότητα, ο αλ’Θόρ μάλλον είχε στην κατοχή του ένα τερ’ανγκριάλ που μπορούσε να εντοπίσει έναν άντρα με την ικανότητα της διαβίβασης. Απ’ όσα ήξερε σχετικά με αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούσαν Τσάκισμα, κι αφότου ο ίδιος είχε φυλακιστεί στο Σάγιολ Γκουλ, οποιαδήποτε γυναίκα ήξερε πώς να φτιάξει ένα τερ’ανγκριάλ, σίγουρα θα προσπαθούσε να δημιουργήσει κάποιο με τη συγκεκριμένη λειτουργία. Στον πόλεμο, έπρεπε πάντα να λαμβάνεις υπ’ όψιν σου ότι ο εχθρός μπορεί να σε αιφνιδίαζε με ένα απρόσμενο όπλο. Κι ο Ντεμάντρεντ ήταν ανέκαθεν καλός στον πόλεμο. Πρώτα όμως, έπρεπε να προσεγγίσει.
Ξαφνικά, είδε κόσμο στα δεξιά του και λίγο πιο πάνω, ανάμεσα στα δέντρα, ανθρώπους καλυμμένους πίσω από έναν τραχύ γκρίζο κορμό. Ένας καραφλός γέρος με μια τούφα άσπρων μαλλιών κούτσαινε ανάμεσα σε δύο γυναίκες, η μια από δαύτες όμορφη με έναν άγριο τρόπο, η άλλη συγκλονιστική. Τι έκαναν σ’ ετούτο το δάσος; Ποιοι ήταν; Φίλοι του αλ’Θόρ ή απλοί άνθρωποι σε λάθος μέρος και λάθος χρόνο; Όποιοι κι αν ήταν, δίσταζε να τους σκοτώσει. Η όποια χρήση της Δύναμης ήταν ικανή να τον μαρτυρήσει στον αλ’Θόρ. Έπρεπε να περιμένει μέχρι να τον προσπεράσουν. Το κεφάλι του γέρου άντρα γύριζε από δω κι από κει, λες κι έψαχνε κάτι ανάμεσα στα δέντρα, αλλά ο Ντεμάντρεντ αμφέβαλλε κατά πόσον ένας ετοιμόρροπος από τα χρόνια άνθρωπος μπορούσε να δει πολύ μακριά.
Άξαφνα, ο γέρος σταμάτησε και τίναξε το χέρι του κατ’ ευθείαν προς το μέρος του Ντεμάντρεντ, κι αυτός βρέθηκε να πασχίζει απεγνωσμένα να ξετινάξει από πάνω του ένα δίχτυ σαϊντίν, που χτύπησε τη φύλαξή του πολύ πιο ισχυρά απ’ ότι θα έπρεπε, τόσο ισχυρά όσο κι η δική του περιδίνηση. Αυτός ο γέρος που τρίκλιζε ήταν Άσα’μαν! Κι η μία, τουλάχιστον, από τις γυναίκες θα πρέπει να ήταν Άες Σεντάι, όπως τις έλεγαν σήμερα, ενωμένη σε κύκλο με αυτόν τον τύπο.