Προσπάθησε να ανταποδώσει την επίθεση και να τους συντρίψει, αλλά ο γέρος τού πετούσε το ένα δίχτυ μετά το άλλο χωρίς σταματημό, κι ο Ντεμάντρεντ δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να τα αποφύγει. Όσα δίχτυα έπεφταν πάνω στα δέντρα, τύλιγαν σε φλόγες τα κλαδιά ή τίναζαν τους κορμούς, κάνοντάς τους κομμάτια. Ο Ντεμάντρεντ ήταν στρατηγός, και μάλιστα ξακουστός, αλλά οι στρατηγοί δεν ήταν αναγκασμένοι να πολεμούν δίπλα-δίπλα με στρατιώτες που είχαν υπό τις διαταγές τους! Γρυλίζοντας, άρχισε να υποχωρεί ανάμεσα στο τσιτσίρισμα των φλεγόμενων δέντρων και των βροντερών εκρήξεων. Μακριά από το κλειδί. Αργά ή γρήγορα, ο γέρος θα κουραζόταν, και τότε ο Ντεμάντρεντ θα φρόντιζε να σκοτώσει τον αλ’Θόρ. Αν, φυσικά, δεν τον προλάβαινε κάποιος από τους άλλους, κάτι που ήλπιζε διακαώς να μη συμβεί.
Με τον ποδόγυρο της φούστας της ανεβασμένο έως τα γόνατα, ξεστομίζοντας κατάρες, η Σιντέιν απομακρύνθηκε τρεχάτη από την τρίτη πύλη της αμέσως μόλις μπήκε. Άκουγε τις εκρήξεις να ξεχύνονται ορμητικά προς το μέρος εκείνο, αλλά αυτή τη φορά είχε συνειδητοποιήσει γιατί ορμούσαν κατ’ ευθείαν επάνω της. Σκόνταφτε σε κληματσίδες κρυμμένες μέσα στο χιόνι, κι έπεφτε πάνω σε κορμούς δέντρων, αλλά δεν έπαψε στιγμή να τρέχει. Μισούσε τα δάση! Αν μη τι άλλο, υπήρχαν και κάποιοι άλλοι εδώ —είχε δει φωτιές να αναβλύζουν και να ξεχύνονται με ταχύτητα εναντίον άλλων στόχων, διαισθανόμενη επίσης το σαϊντάρ να υφαίνεται μανιασμένα σε περισσότερα από ένα σημεία— αλλά προσευχήθηκε στον Μέγα Άρχοντα να προλάβαινε να φτάσει πρώτη στον Λουζ Θέριν. Συνειδητοποίησε πως επιθυμούσε διακαώς να τον δει να πεθαίνει, άρα έπρεπε να πλησιάσει περισσότερο.
Καθισμένος οκλαδόν πίσω από έναν πεσμένο κορμό, ο Όσαν’γκαρ βαριανάσαινε από την τρεχάλα. Όλοι αυτοί οι μήνες που μασκαρευόταν ως Κόρλαν Ντασίβα δεν τον είχαν βοηθήσει διόλου στην άσκηση. Οι εκρήξεις που κόντεψαν να τον σκοτώσουν είχαν σβήσει, αλλά άρχισαν να ξανακούγονται από κάπου μακριά. Έριξε μια επιφυλακτική ματιά πάνω από τον κορμό, για να δει τι γίνεται. Όχι ότι πίστευε πως ένα κομμάτι ξύλο αποτελούσε επαρκή προφύλαξη. Ποτέ του δεν είχε υπάρξει αληθινός στρατιώτης. Τα ταλέντα κι η ιδιοφυία του αφορούσαν σε άλλους τομείς. Οι Τρόλοκ ήταν δική του κατασκευή, όπως κι οι Μυρντράαλ, που ακολούθησαν ως συνέχειά τους, αλλά και κάμποσα άλλα πλάσματα που αμοληθήκαν στον κόσμο, κάνοντας τον διάσημο παντού. Το κλειδί πρόσβασης λαμπύριζε από το σαϊντίν, αλλά από διάφορες κατευθύνεις λάμβανε ενδείξεις ότι κάποιος χαλιναγωγούσε μικρότερες ποσότητες.
Περίμενε πως θα παρίσταντο κι άλλοι από τους Εκλεκτούς, με την ελπίδα να προλάβαιναν να αποτελειώσουν τη δουλειά πριν καταφθάσει ο ίδιος, αλλά προφανώς κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί. Φαίνεται πως ο αλ’Θόρ είχε φέρει μαζί του μερικούς από εκείνους τους Άσα’μαν, όπως και το Καλαντόρ, κρίνοντας από την ποσότητα του σαϊντίν που είχε ξεχυθεί από εκείνες τις εκρήξεις, οι οποίες τον είχαν βάλει στο σημάδι. Ίσως και κάποιες από τις ορκισμένες σ’ εκείνον, περιβόητες Άες Σεντάι.
Ξανακάθισε οκλαδόν, δαγκώνοντας τα χείλη του. Το δάσος ήταν επικίνδυνο μέρος, περισσότερο απ’ όσο περίμενε, και εντελώς ακατάλληλο για μια ιδιοφυία. Ωστόσο, παρέμενε γεγονός πως ο Μοριντίν τον φόβιζε. Αυτός ο άντρας τον τρόμαζε εξ αρχής. Η εξουσία τον είχε τρελάνει πριν ακόμα σφραγιστούν στη Δίοδο, κι από τότε που ελευθερώθηκαν, θεωρούσε ότι ήταν αυτός ο Μέγας Άρχων. Ο Μοριντίν θα ανακάλυπτε με κάποιον τρόπο αν το είχε σκάσει, και θα τον σκότωνε. Κι ακόμα χειρότερα, αν ο αλ’Θόρ πετύχαινε στα σχέδια του, ο Μέγας Άρχων μπορεί να αποφάσιζε να σκοτώσει και τους δύο, όπως και τον Όσαν’γκαρ. Για τους άλλους δεν τον ένοιαζε, αρκεί να μην πέθαινε εκείνος.
Δεν ήταν και πολύ καλός στο να κρίνει την ώρα από τη θέση του ήλιου, αλλά θα ήταν μάλλον μεσημέρι. Σηκώθηκε από το έδαφος, σκουπίζοντας τη βρωμιά από τα ρούχα του, αλλά τα παράτησε αηδιασμένος κι άρχισε να γλιστράει στα κλεφτά από δέντρο σε δέντρο. Προχωρούσε μουλωχτά προς το μέρος του κλειδιού. Ίσως κάποιος από τους υπόλοιπους να είχε ξεκάνει τον αλ’Θόρ πριν καταφθάσει αυτός, αλλιώς θα είχε τη μεγάλη ευκαιρία να γίνει ήρωας. Με μεγάλη προσοχή, φυσικά.
Η Βέριν συνοφρυώθηκε, αντικρίζοντας το φάντασμα που προχωρούσε ανάμεσα στα δέντρα, αριστερά της. Αδυνατούσε να σκεφτεί πιο κατάλληλη λέξη για μια γυναίκα που περπατούσε στο δάσος, γεμάτη κοσμήματα κι έναν χιτώνα που άλλαζε κάθε πιθανό χρώμα μεταξύ του μαύρου και του άσπρου, και μερικές φορές γινόταν ακόμα και διάφανος! Δεν βιαζόταν, αλλά κατευθυνόταν προς τον λόφο όπου βρισκόταν ο Ραντ. Εκτός κι αν η Βέριν έκανε μεγάλο λάθος, η γυναίκα αυτή ανήκε στους Αποδιωγμένους.