«Θα την παρακολουθούμε δίχως να κάνουμε τίποτα;» ψιθύρισε οργισμένη η Σάλον. Ήταν αναστατωμένη, επειδή δεν είχε συγχωνεύσει αυτή τις ροές, λες και μια αδέσποτη μπορούσε να παραβγεί με μια Άες Σεντάι, κι η πολύωρη διάβαση μέσα από το δάσος δεν είχε καλυτερέψει τη διάθεσή της.
«Κάτι πρέπει να κάνουμε», είπε μαλακά η Κουμίρα, κι η Βέριν ένευσε καταφατικά.
«Πρέπει να αποφασίσω τι». Μια θωράκιση, σκέφτηκε. Μια αιχμάλωτη Αποδιωγμένη ίσως αποδεικνυόταν πολύ χρήσιμη.
Χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη του κύκλου της, ύφανε μια θωράκιση και την παρακολούθησε εμβρόντητη καθώς αντηχούσε. Η γυναίκα είχε ήδη αγκαλιάσει το σαϊντάρ, παρ’ όλο που κανενός είδους φωτισμός δεν έλαμπε γύρω της, κι ήταν απίστευτα δυνατή!
Κατόπιν, δεν είχε πια χρόνο να σκεφτεί οτιδήποτε, καθώς η χρυσομαλλούσα γυναίκα στριφογύρισε κι άρχισε να διαβιβάζει. Η Βέριν δεν μπορούσε να δει τις υφάνσεις, αλλά ήξερε καλά πότε πολεμούσε για τη ζωή της, κι είχε κάνει πολύ μεγάλο ταξίδι για να αφήσει εδώ τα κόκαλά της.
Ο Έμπεν τράβηξε τον μανδύα επάνω του κι ευχήθηκε να μπορούσε να αγνοήσει την παγωνιά. Βέβαια, με την απλή παγωνιά δεν είχε πρόβλημα, όχι όμως και με τον άνεμο που σηκώθηκε μόλις ο ήλιος πέρασε το ζενίθ του. Οι τρεις αδελφές που ήταν συνδεδεμένες μαζί του άφηναν τον άνεμο να παραδέρνει τους μανδύες τους, καθώς πάσχιζαν να κοιτάξουν προς κάθε κατεύθυνση ταυτόχρονα. Η Ντάιγκιαν ηγούνταν του κύκλου —μάλλον εξαιτίας του, σκέφτηκε— αλλά αναρροφούσε τόσο ανάλαφρα, που ο άντρας ένιωθε μια ελάχιστη ροή σαϊντίν να τον διαπερνά. Η Ντάιγκιαν δεν ήθελε να το παρακάνει, εκτός αν ήταν αναπόφευκτο. Ο Έμπεν σήκωσε την κουκούλα της, για να της καλύψει το κεφάλι, κι εκείνη του χαμογέλασε από το βαθύ εσωτερικό της. Ο δεσμός κουβαλούσε την στοργή που ένιωθε προς το άτομό του κι αντιστρόφως, έτσι πίστευε ο Έμπεν. Με τον καιρό, ίσως αγαπούσε αυτή τη μικροκαμωμένη Άες Σεντάι.
Ο χείμαρρος του σαϊντίν, πολύ πίσω του, είχε την τάση να απομακρύνει την προσοχή του από κάθε άλλου είδους διαβίβαση, παρότι διαισθανόταν κι άλλους να χαλιναγωγούν τη Δύναμη, Η μάχη είχε ξεκινήσει κάπου αλλού, και το μόνο που έκαναν οι τέσσερίς τους μέχρι στιγμής ήταν να περπατούν. Όχι ότι τον ένοιαζε ιδιαίτερα. Είχε βρεθεί στα Πηγάδια του Ντουμάι, πολεμώντας τους Σωντσάν, κι είχε μάθει από πρώτο χέρι ότι οι μάχες έχουν περισσότερη πλάκα όταν τις διαβάζεις σε κάποιο βιβλίο παρά όταν τις ζεις. Αυτό που τον ενοχλούσε, όμως, ήταν ότι δεν του είχαν δώσει τον έλεγχο του κύκλου. Φυσικά, ούτε κι ο Τζαχάρ είχε κανέναν έλεγχο, αλλά υπέθετε ότι η Μερίς διασκέδαζε, βλέποντάς τον έτσι συγχυσμένο. Ο Ντάμερ, ωστόσο, είχε πάρει τον έλεγχο του κύκλου, κι αυτό επειδή ο άντρας είχε κάμποσα χρονάκια στην πλάτη του, καθότι μεγαλύτερος του Έμπεν. Από την άλλη, αυτός δεν ήταν λόγος αυτός για να τον αντιμετωπίζει η Κάντσουεϊν λες και...
«Μπορείς να με βοηθήσεις; Μου φαίνεται πως έχασα τον δρόμο μου και το άλογό μου». Η γυναίκα που ξεπήδησε πίσω από ένα δέντρο, μπροστά τους, δεν φορούσε καν χιτώνα, παρά μόνο μια βαθυπράσινη μεταξωτή εσθήτα με τόσο χαμηλό ντεκολτέ, ώστε άφηνε εκτεθειμένο το μισό από το πλούσιο στήθος της. Κύματα μαύρων μαλλιών κύκλωναν ένα όμορφο πρόσωπο, και τα πράσινα μάτια της στραφτάλιζαν καθώς χαμογελούσε.
«Περίεργο μέρος για ιππασία», είπε η Μπελντάινε γεμάτη υποψίες. Η χαριτωμένη Πράσινη δεν ευχαριστήθηκε καθόλου όταν η Κάντσουεϊν έθεσε επικεφαλής την Ντάιγκιαν, και δεν έχανε ευκαιρία να καταθέσει τη γνώμη της περί των αποφάσεων της συγκεκριμένης γυναίκας.
«Δεν σκόπευα να έρθω τόσο μακριά», είπε η γυναίκα, προσεγγίζοντάς τους περισσότερο. «Απ’ ό,τι βλέπω, είστε όλες Άες Σεντάι. Και μάλιστα με... ιπποκόμο. Μήπως ξέρετε προς τι όλη αυτή η ταραχή;»
Ξαφνικά, ο Έμπεν ένιωσε το αίμα να στραγγίζεται από το πρόσωπό του. Αυτό που αισθανόταν ήταν απίστευτο! Η πρασινομάτα γυναίκα συνοφρυώθηκε έκπληκτη κι αυτός έκανε το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει.
«Κρατά σαϊντίν!» φώναξε κι έπεσε πάνω της, νιώθοντας συγχρόνως την Ντάιγκιαν να απορροφά τη Δύναμη.
Η Σιντέιν επιβράδυνε τον βηματισμό της μόλις πρόσεξε τη γυναίκα να στέκεται ανάμεσα στα δέντρα, εκατό βήματα παραπέρα, μια ψηλή χρυσομαλλούσα, που απλώς την παρακολουθούσε να πλησιάζει. Η αίσθηση των μαχών σε άλλους τόπους με έπαθλο την κατοχή της Δύναμης, την έκανε δύσπιστη, αλλά ταυτόχρονα τη γέμιζε με ελπίδες. Η γυναίκα ήταν ντυμένη με ένα απέριττο μάλλινο και φορτωμένη με πετράδια, λες κι επρόκειτο για κάποια σπουδαία αρχόντισσα. Με το σαϊντάρ να τη διαποτίζει, η Σιντέιν διέκρινε τις αχνές γραμμές στις γωνίες των ματιών της. Δεν πρέπει να ανήκε σε αυτές που αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι. Ποια ήταν όμως; Και γιατί στεκόταν εκεί, σαν να ήθελε να την εμποδίσει να συνεχίσει τον δρόμο της; Δεν είχε πολλή σημασία. Η διαβίβαση θα την πρόδιδε, αλλά είχε χρόνο μπροστά της. Το κλειδί εξακολουθούσε να λάμπει σαν φάρος της Δύναμης. Ο Λουζ Θέριν ζούσε ακόμα. Άσχετα από την αγριότητα στα μάτια της γυναίκας, με ένα μαχαίρι θα έκανε τη δουλειά της, αν όντως σκεφτόταν να την μπλοκάρει. Και σε περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι επρόκειτο για κάποια από αυτές που αποκαλούν αδέσποτες, η Σιντέιν τής είχε ετοιμάσει ένα μικρό δώρο, ένα ανεστραμμένο δίχτυ, που η άλλη δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί, παρά μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά.