Σκαρφαλώνοντας στην κορυφή του λόφου, ο Όσαν’γκαρ έπεσε μπρούμυτα και χαμογέλασε καθώς κινήθηκε πλάγια, για να βρει καταφύγιο πίσω από ένα δέντρο. Από εκεί, έχοντας μέσα του το σαϊντίν, μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα την επόμενη κορυφή κι όσους βρίσκονταν επάνω της. Δεν ήταν τόσοι όσοι περίμενε. Μια γυναίκα βημάτιζε αργά, κάνοντας κύκλους γύρω από την κορυφή και ρίχνοντας φευγαλέες ματιές ανάμεσα στα δέντρα, αλλά όλοι οι άλλοι ήταν ακίνητοι. Ο Ναρίσμα καθόταν, με το Καλαντόρ να λάμπει στα χέρια του και με το κεφάλι μιας γυναίκας στα γόνατά του. Ο Όσαν’γκαρ έβλεπε κι άλλες δύο γυναίκες, τη μία να γονατίζει πάνω από την άλλη, κρυμμένες ωστόσο από την πλάτη ενός άντρα. Δεν ήταν ανάγκη να δει το πρόσωπο του άντρα για να καταλάβει πως επρόκειτο για τον αλ’Θόρ. Το κλειδί που ήταν πεσμένο στο έδαφος το μαρτυρούσε. Στα μάτια του Όσαν’γκαρ λαμπύριζε έντονα, ενώ μέσα στο κεφάλι του η λάμψη του κατατρόπωνε τη λάμψη του ίδιου του ήλιου, ίσως και χιλίων ήλιων. Πόσα θα μπορούσε να κάνει με αυτό! Κρίμα που έπρεπε να καταστραφεί μαζί με τον αλ’Θόρ. Ωστόσο, τίποτα δεν τον εμπόδιζε να πάρει το Καλαντόρ από τη στιγμή που ο αλ’Θόρ θα ήταν νεκρός. Κανείς μεταξύ των Εκλεκτών δεν κατείχε ανγκριάλ. Ακόμα κι ο Μοριντίν θα λιποψυχούσε μπροστά του, μόλις ο ίδιος έπαιρνε στα χέρια του το κρυστάλλινο ξίφος. Νή’μπλις; Ναι, έτσι θα αναγορευόταν ο Όσαν’γκαρ αφότου αφάνιζε τον αλ’Θόρ και κατέστρεφε όσα είχε κάνει ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Γελώντας σιγανά, άρχισε να υφαίνει την πυρά. Ποιος θα το πίστευε ότι θα γινόταν ο ήρωας της ημέρας;
Περπατώντας αργά και κοιτώντας εξεταστικά τους δασωμένους λόφους γύρω τους, η Έλζα σταμάτησε απότομα, καθώς έπιασε μια φευγαλέα κίνηση με την άκρη του ματιού της. Έστρεψε το κεφάλι της με αργές κινήσεις, περίπου στο σημείο του λόφου όπου είχε διακρίνει εκείνη τη λάμψη. Η μέρα της ήταν πολύ δύσκολη. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της στις σκηνές των Αελιτών στην Καιρχίν, είχε ξεπηδήσει στο μυαλό της η σκέψη ότι ήταν ύψιστος σκοπός για τον Αναγεννημένο Δράκοντα να επιβιώσει έως την Τελευταία Μάχη. Ήταν τόσο προφανές, ώστε εξεπλάγη που δεν το είχε προσέξει νωρίτερα. Τώρα, ήταν πια ξεκάθαρο, τόσο ξεκάθαρο όσο και το σαϊντάρ μέσω του οποίου έβλεπε το πρόσωπο ενός άντρα που προσπαθούσε να κρυφτεί σε αυτόν τον λόφο, κρυφοκοιτάζοντας πίσω από τον κορμό ενός δέντρου. Σήμερα, θα έδινε αναγκαστική μάχη με τους Εκλεκτούς. Σίγουρα ο Μέγας Άρχοντας θα το καταλάβαινε αν σκότωνε κάποιον από δαύτους, αλλά ο Κόρλαν Ντασίβα ήταν μονάχα ένας από εκείνους τους Άσα’μαν. Ο Ντασίβα σήκωσε το χέρι του, δείχνοντας προς τον λόφο που στεκόταν η γυναίκα, κι η Έλζα απορρόφησε όσο περισσότερη ενέργεια μπορούσε από το Καλαντόρ που κρατούσε στα χέρια του ο Τζαχάρ. Της φάνηκε πως το σαϊντίν ήταν ό,τι πρέπει για καταστροφή. Μια πελώρια μπάλα αστραφτερής φωτιάς κύκλωσε την άλλη λοφοκορυφή, κόκκινη, χρυσαφιά και μπλε. Όταν η λάμψη εξαφανίστηκε, ο λόφος είχε μια λεία επιφάνεια, πενήντα μέτρα χαμηλότερη από πριν.
Η Μογκέντιεν δεν ήταν σίγουρη για ποιο λόγο είχε παραμείνει τόσο πολύ. Το φως της ημέρας δεν θα διαρκούσε για περισσότερες από δύο ώρες, και το δάσος ήταν ήσυχο. Εκτός από το κλειδί, δεν ένιωθε να υπάρχει άλλη διαβίβαση του σαϊντάρ. Πολύ πιθανόν κάποιος να χρησιμοποιούσε μικρές ποσότητες, αλλά τίποτα δεν θύμιζε τη λύσσα που μαινόταν νωρίτερα. Η μάχη είχε λάβει τέλος, κι όσοι από τους Εκλεκτούς δεν ήταν νεκροί, το είχαν βάλει στα πόδια ηττημένοι. Κυρίως ηττημένοι, μια και το κλειδί εξακολουθούσε να είναι πυρακτωμένο μέσα στο κεφάλι της. Ήταν να απορεί κανείς που τα Τσόενταν Καλ είχαν αντέξει σε τόσο πολλή χρήση και για τόσο μεγάλο διάστημα.
Πεσμένη μπρούμυτα, στο ψηλότερο σημείο της πλεονεκτικής θέσης που είχε βρει, και με το σαγόνι να στηρίζεται στις παλάμες της, παρακολουθούσε τον μεγάλο θόλο. Η λέξη «μαύρος» δεν ήταν πλέον κατάλληλη για να τον περιγράψει. Δεν υπήρχε αντίστοιχος ορισμός, αλλά το μαύρο ήταν ένα χρώμα πολύ ωχρό συγκριτικά. Τώρα, ο θόλος ήταν στρογγυλός κατά το ήμισυ, κι ορθωνόταν στον ουρανό σαν βουνό ύψους δύο μιλίων. Ένα πυκνό στρώμα σκιάς ήταν απλωμένο γύρω του, λες κι απορροφούσε τα τελευταία ίχνη φωτός από την ατμόσφαιρα. Η γυναίκα δεν καταλάβαινε γιατί δεν ένιωθε φόβο. Αυτό το πράγμα θα μπορούσε να αυξάνεται συνεχώς, μέχρις ότου κάλυπτε ολόκληρο τον κόσμο, ή ίσως τον τσάκιζε, όπως είχε παρατηρήσει η Άραν’γκαρ. Αν, όμως, συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα υπήρχε πια πουθενά ασφαλές μέρος και καμιά σκιά δεν θα ήταν ικανή να κρύψει την Αράχνη.
Ξαφνικά, κάτι άρχισε να σαλεύει από αυτή τη σκοτεινή, λεία επιφάνεια, κάτι σαν φλόγα πιο μαύρη κι από το μαύρο, κι ύστερα άλλη μία κι άλλη μία, μέχρι που ο θόλος άρχισε να κοχλάζει από ζοφερές φλόγες. Ο βρυχηθμός δέκα χιλιάδων κεραυνών την ανάγκασε να κλείσει τα αυτιά της και να ουρλιάξει άηχα κάτω από αυτόν τον ορυμαγδό. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, ο θόλος κατέρρευσε, έγινε ένα μικρό σημαδάκι κι έπειτα χάθηκε στο πουθενά. Ο άνεμος άρχισε να αλυχτάει, ορμώντας στο σημείο που βρισκόταν ο εξαφανισμένος θόλος, παρασύροντάς την πάνω στο πετρώδες έδαφος, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές της να αρπαχτεί από κάπου, τινάζοντάς την πάνω στα δέντρα κι ανασηκώνοντάς την ψηλά. Παραδόξως, εξακολουθούσε να μη φοβάται. Σκέφτηκε πως, αν επιβίωνε από αυτό, δεν θα ένιωθε ξανά φόβο ποτέ και για τίποτα.