Выбрать главу

Η Κάντσουεϊν άφησε αυτό που κάποτε ήταν τερ’ανγκριάλ να πέσει στο έδαφος. Δύσκολα θα το αποκαλούσε κανείς πλέον γυναικείο αγαλματίδιο. Το πρόσωπο εξακολουθούσε να μοιάζει σοφό και γαλήνιο, αλλά η φιγούρα είχε σπάσει στα δύο και ήταν σβολιασμένη σαν φουσκαλιασμένο κερί, μια κι η μια του πλευρά είχε λιώσει. Το χέρι που κρατούσε την κρυστάλλινη σφαίρα κειτόταν κομματιασμένο γύρω από το κατεστραμμένο αντικείμενο. Η αρσενική φιγούρα είχε παραμείνει αλώβητη κι η Κάντσουεϊν την είχε ήδη τοποθετήσει στο δισάκι της. Το Καλαντόρ ήταν εξίσου ασφαλές. Καλύτερα να μην το άφηνε στην ανοιχτή λοφοκορυφή, γιατί θα ήταν πειρασμός. Εκεί όπου στο παρελθόν βρισκόταν η Σαντάρ Λογκόθ, τώρα υπήρχε ένα τεράστιο άνοιγμα μέσα στο δάσος, εντελώς κυκλικό και τόσο πλατύ που, παρ’ ότι ο ήλιος είχε χαμηλώσει στον ορίζοντα, διέκρινε την αντικριστή του πλευρά να κατηφορίζει μέσα στη γη.

Ο Λαν, οδηγώντας το κουτσό πολεμικό άλογό του στην ανηφόρα της πλαγιάς, άφησε τα γκέμια του μαύρου επιβήτορα μόλις είδε τη Νυνάβε να κείτεται στο έδαφος, καλυμμένη μέχρι επάνω με τον μανδύα της. Ο νεαρός αλ’Θόρ ήταν ξαπλωμένος πλάι της, εξίσου καλυμμένος με τον δικό του, ενώ η Μιν είχε σκύψει από πάνω του, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος του. Τα μάτια της ήταν κλειστά, αλλά κρίνοντας από το αμυδρό της χαμόγελο, μάλλον δεν κοιμόταν. Ο Λαν δεν τους έριξε ούτε δεύτερη ματιά, καθώς κάλυψε τρέχοντας τη μικρή απόσταση που τον χώριζε από τη Νυνάβε. Γονάτισε, ανασήκωσε απαλά το κεφάλι της και το ακούμπησε στα μπράτσα του. Ούτε η γυναίκα ούτε το αγόρι αναδεύτηκαν καθόλου.

«Είναι απλώς λιπόθυμοι», του είπε η Κάντσουεϊν. «Η Κόρελε λέει πως είναι καλύτερο να τους αφήσουμε να συνέλθουν μόνοι τους». Ωστόσο, η Κόρελε δεν είχε ιδέα πόσο μπορεί να έπαιρνε κάτι τέτοιο. Ούτε ο Ντάμερ. Οι πληγές στα πλευρά του νεαρού ήταν αμετάβλητες, αν κι ο Ντάμερ περίμενε το αντίθετο. Όλα αυτά ήταν εξαιρετικά ανησυχητικά.

Λίγο πιο πάνω στον λόφο, ο καραφλός Άσα’μαν ήταν σκυμμένος πάνω από την Μπελντάινε που γόγγυζε, με τα δάχτυλά του να συστρέφονται πάνω από το κορμί της καθώς ύφαινε την παράξενη Θεραπεία του. Ήταν πολύ απασχολημένος εδώ και μία ώρα. Η Αλίβια δεν έπαψε στιγμή να κοιτάει απορημένη, μαλάσσοντας το σπασμένο χέρι που είχε καψαλιστεί έως το κόκαλο. Η Σαρίνε περπατούσε με κάποια αστάθεια, αλλά μάλλον θα έφταιγε η κούραση. Κόντεψε να πεθάνει εκεί έξω, στο δάσος, και τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι γουρλωμένα έπειτα από αυτή την εμπειρία. Οι Άσπρες δεν ήταν συνηθισμένες σε κάτι τέτοια.

Δεν είχαν σταθεί όλοι τόσο τυχεροί. Η Βέριν και η Θαλασσινή κάθονταν δίπλα στο κουφάρι της Κουμίρα, που ήταν καλυμμένο με έναν μανδύα, ψιθυρίζοντας σιωπηλές προσευχές για την ψυχή της, ενώ η Νεσούνε προσπαθούσε με κάπως αδέξιο τρόπο να παρηγορήσει την Ντάιγκιαν που έκλαιγε, κρατώντας σφιχτά στα χέρια της το πτώμα του νεαρού Έμπεν, λικνίζοντάς τον σαν να ήταν μωρό. Οι Πράσινες ήταν συνηθισμένες σε κάτι τέτοια, αλλά στην Κάντσουεϊν δεν άρεσε που είχε χάσει δύο δικούς της με αντάλλαγμα μερικούς καψαλισμένους Αποδιωγμένους κι έναν νεκρό αποστάτη.

«Είναι καθαρό», είπε απαλά ο Τζαχάρ. Αυτή τη φορά, ήταν η Μερίς που κάθισε οκλαδόν, ακουμπώντας μαλακά το κεφάλι του πάνω στα γόνατά της. Τα θαλασσιά της μάτια ήταν αυστηρά, όπως πάντα, αλλά χάιδευε με απαλές κινήσεις τα σκούρα μαλλιά του. «Είναι καθαρό».

Η Κάντσουεϊν αντάλλαξε ματιές με τη Μερίς πάνω από το κεφάλι του αγοριού. Ο Ντάμερ κι ο Τζαχάρ είχαν πει ταυτόχρονα το ίδιο πράγμα. Το μίασμα είχε εξαφανιστεί, αλλά πώς μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι δεν είχε απομείνει κανένα ίχνος του; Η Μερίς τής είχε επιτρέψει να συνδεθεί με το αγόρι, και δεν είχε αισθανθεί καθόλου κάτι που να μοιάζει με αυτό που περιέγραψε η άλλη Πράσινη, αλλά και πάλι πώς μπορούσαν να είναι σίγουροι; Το σαϊντίν ήταν κάτι τόσο αλλόκοτο, ώστε οτιδήποτε μπορούσε να κρυφτεί μέσα σε αυτό το παρανοϊκό χάος.

«Θέλω να φύγω μόλις επιστρέψουν κι οι υπόλοιποι Πρόμαχοι», ανακοίνωσε. Οι ερωτήσεις ήταν πολλές κι οι απαντήσεις ανύπαρκτες, αλλά τουλάχιστον είχε κοντά της τον νεαρό αλ’Θόρ, τον οποίο δεν σκόπευε να χάσει με τίποτα.