Κορίν: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «Ο Γυρισμός». Η ονομασία δόθηκε από τους Σωντσάν, τόσο στον στόλο των χιλιάδων πλοίων όσο και στους εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες, τεχνίτες και διάφορους άλλους που κουβαλούσαν αυτά τα πλοία κι οι οποίοι ακολούθησαν τους Προδρόμους, για να ανακτήθουν τη γη που έκλεψαν οι απόγονοι του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Δες επίσης Πρόδρομοι.
Κύριος των Σπαθιών: Δες Κύριος των Λεπίδων. Κύριος των Δοράτων: Δες Αξιωματικός της Λόγχης. Κύριος του Αλόγου: Δες Αξιωματικός της Λόγχης.
Λεγεώνα του Δράκοντα, η: Μεγάλος στρατιωτικός σχηματισμός, πεζικού κατά κύριο λόγο, αφοσιωμένος στον Αναγεννημένο Δράκοντα κι εκπαιδευμένος από τον Ντάβραμ Μπάσερε σύμφωνα με ένα γενικό πλάνο, καταρτισμένο από τον ίδιο κι από τον Ματ Κώθον, ένα πλάνο αισθητά διαφορετικό από αυτό που διδάσκεται στους συνηθισμένους πεζικάριους. Πολλοί άντρες προσφέρθηκαν εθελοντικά αλλά, ως επί το πλείστον, το μεγαλύτερο κομμάτι της Λεγεώνας αποτελούνταν από στρατολογημένες ομάδες του Μαύρου Πύργου, ο οποίος μάζεψε σε μια περιοχή όλους τους άντρες που ήταν πρόθυμοι να ακολουθήσουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα και, μόνο όταν τους πέρασαν μέσα από τις πύλες και τους έβγαλαν κοντά στο Κάεμλυν, ξεχώρισαν πόσοι από δαύτους μπορούσαν να διδαχτούν να διαβιβάζουν. Οι υπόλοιποι, που ήταν και οι περισσότεροι, στάλθηκαν πίσω, στα κέντρα εκπαίδευσης του Μπασίρε.
Μαράθ’νταμέην: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «αυτοί που πρέπει να δεθούν» κι «αυτός ή αυτή που πρέπει να δεθεί». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους Σωντσάν για να υποδηλώσει μια γυναίκα με την ικανότητα της διαβίβασης, που ωστόσο δεν φέρει το περιλαίμιο μιας νταμέην.
Μέρα’ντιν: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «Ο Ανάδελφος». Η ονομασία υιοθετήθηκε, ως κοινωνία πλέον, για να υποδηλώσει τους Αελίτες που εγκατέλειψαν την φυλή και την σέπτα τους και πήγαν με το μέρος των Σάιντο, επειδή δεν μπορούσαν να δεχτούν τον Ραντ αλ’Θόρ, έναν υδρόβιο, ως Καρ’α’κάρν, ή επειδή αρνήθηκαν τις αποκαλύψεις του σχετικά με την ιστορία και την καταγωγή των Αελιτών. Η εγκατάλειψη την φυλής και της σέπτας, για οποιονδήποτε λόγο, θεωρείται κατάρα μεταξύ των Αελιτών, κι έτσι οι δικές τους πολεμικές κοινωνίες ανάμεσα στους Σάιντο δεν ήταν διόλου πρόθυμες να τούς αποδεχτούν, οπότε σχηματίστηκε η κοινωνία των Ανάδελφων.
Μόρατ: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «εκπαιδευτής». Ο όρος χρησιμοποιείται μεταξύ των Σωντσάν για να υποδηλώσει κάποιον που μπορεί να εκπαιδεύσει εξωτικά είδη, όπως για παράδειγμα μόρατ’ράκεν, ένας εκπαιδευτής ή καβαλάρης ενός ράκεν. Ανεπίσημα, ονομάζεται κι «ιπτάμενος-η». Δες επίσης ντερ’μόρατ.
Μπάλγουερ Σέμπαν: Είναι γνωστός ως πρώην γραμματέας του Πέντρον Νάιαλ, αλλά στην πραγματικότητα εκτελεί χρέη αρχικατασκόπου για τον Νάιαλ. Βοήθησε την Μοργκέις να δραπετεύσει από τους Σωντσάν στο Άμαντορ για δικούς του λόγους, και τώρα έχει προσληφθεί ως γραμματέας του Πέριν τ’ Μπασίρε Αϋμπάρα και της Φάιλε νι Μπασίρε Αϋμπάρα.
Ντα’κοβάλε: (1) Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «αυτός που ανήκει σε κάποιον» ή «άτομο που αποτελεί ιδιοκτησία». (2) Μεταξύ των Σωντσάν και δηλώνοντας παράλληλα ιδιοκτησία, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά για τους σκλάβους. Η δουλεία έχει μακρά και ασυνήθιστη ιστορία μεταξύ των Σωντσάν, καθότι οι σκλάβοι έχουν την δυνατότητα να ανέλθουν σε σημαντικά πόστα, ακόμα και στην εξουσία, κυβερνώντας ακόμα και τους ελεύθερους. Δες επίσης σο’τζίν.
Ντερ’μόρατ: (1) Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «αρχιχειριατής». (2) Ανάμεσα στους Σωντσάν, το πρόσφυμα χαρακτηρίζει έναν δεξιοτέχνη, πρεσβύτερο κάτοχο κάποιας εξωτικής τέχνης, κάποιον που μπορεί να εκπαιδεύσει τους άλλους, όπως στο ντερ’μοράτ’ράκεν. Μια ντερ’μόρατ μπορεί να έχει πολύ υψηλή κοινωνική θέση, την υψηλότερη απ’ όλες τις ντερ’σουλ’ντάμ, τις εκπαιδεύτριες των σουλ’ντάμ, οι οποίες είναι εξίσου υψηλόβαθμες με τους στρατιωτικούς. Δες επίσης μόρατ.