Η Σέαν αναπήδησε και ξεροκατάπιε δυνατά. Γνώριζε από προσωπική πείρα τον πόνο της εξάλειψης ενός απλού όρκου κι είχε αναλογιστεί πολλές φορές την αγωνία της ταυτόχρονης εξάλειψης περισσότερων από έναν όρκων, αλλά τώρα δεν μπορούσε να αρνηθεί αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια της. Η Τάλεν ξελαρυγγιάστηκε στα ουρλιαχτά και πήρε μια βαθιά ανάσα μόνο και μόνο για να αρχίσει να ουρλιάζει ξανά, μέχρι που η Σέαν άρχισε να μισοπιστεύει πως, από στιγμή σε στιγμή, το προσωπικό του Πύργου θα έτρεχε να δει τι συμβαίνει. Η ψηλή Πράσινη αδελφή άρχισε να συσπάται, τινάζοντας χέρια και πόδια στον αέρα· ξαφνικά, το κορμί της σχημάτισε αψίδα, έτσι που μονάχα οι φτέρνες και το κεφάλι της ακουμπούσαν στην γκρίζα επιφάνεια, με κάθε μυώνα της να σφίγγεται κι ολόκληρο το σώμα της να καταλαμβάνεται από άγριους σπασμούς.
Όσο ξαφνικά άρχισε η κατάληψη, τόσο απότομα τελείωσε, με την Τάλεν να καταρρέει, λες κι είχε πάψει να έχει κόκαλα στο κορμί της, και να κείτεται εκεί κλαψουρίζοντας, σαν χαμένο παιδάκι. Η Ράβδος των Όρκων κύλησε από το παράλυτο χέρι της κι έπεσε στην κυρτή, γκρίζα επιφάνεια. Η Γιουκίρι μουρμούρισε κάτι που έμοιαζε με ένθερμη προσευχή, ενώ η Ντόεσιν ψιθύριζε ξανά και ξανά με τρεμάμενη φωνή: «Μα το Φως! Μα το Φως! Μα το Φως!»
Η Πεβάρα πήρε με μια απότομη κίνηση τη Ράβδο και τύλιξε τα δάχτυλα της Τάλεν ξανά γύρω της. Η φίλη της Σέαν δεν έδειχνε κανέναν οίκτο, όχι σε αυτό το ζήτημα τουλάχιστον. «Τώρα, πάρε τους Τρεις Όρκους», είπε σαν να έφτυνε.
Για μια στιγμή, φάνηκε πως η Τάλεν θα αρνούνταν, αλλά άρχισε να επαναλαμβάνει αργά-αργά τους όρκους που έδιναν σε όλες τους τον τίτλο μιας Άες Σεντάι και τις δέσμευαν. Ποτέ να μην πει ψέματα. Ποτέ να μη στρέψει όπλο σε λάθος άνθρωπο. Ποτέ να μη χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη ως όπλο, καρά μόνο για να υπερασπίσει τη ζωή της ή τη ζωή του Προμάχου της ή κάποιας άλλης αδελφής. Τελικά, άρχισε να κλαίει σιωπηλά και να τρέμει χωρίς να βγάζει λέξη. Ίσως να έφταιγαν οι όρκοι, που ένιωθε να τη σφίγγουν στον κλοιό τους. Πάντα ήταν άβολο όταν τους έπαιρνες για πρώτη φορά. Ίσως.
Κατόπιν, η Πεβάρα πρόφερε τον άλλο όρκο που ήταν απαραίτητος. Η Τάλεν μόρφασε, αλλά μουρμούρισε τα λόγια, σε τόνο που μαρτυρούσε απελπισία. «Ορκίζομαι να υπακούω απόλυτα και στις πέντε από σας». Κατά τ’ άλλα, απλώς κοιτούσε μπροστά της με βλέμμα κενό και με τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της.
«Απάντησέ μου ειλικρινά», της είπε η Σερίν. «Ανήκεις στο Μαύρο Άτζα;»
«Ανήκω». Τα λόγια βγήκαν τριζάτα, λες κι ο λαιμός της Τάλεν είχε σκουριάσει.
Αυτή η απλή δήλωση πάγωσε τη Σέαν με έναν τρόπο που ποτέ δεν περίμενε. Σε τελική ανάλυση, ήταν αποφασισμένη να κυνηγήσει το Μαύρο Άτζα, και πίστευε στο θήραμά της όσο ελάχιστες αδελφές. Είχε αγγίξει με τα χέρια της μια άλλη αδελφή, μια Καθήμενη, είχε βοηθήσει να πάρουν σηκωτή την Τάλεν και να τη σύρουν στους εγκαταλελειμμένους υπόγειους διαδρόμους, τυλιγμένη σε ροές Αέρα, είχε παραβεί μια ντουζίνα νόμους του Πύργου κι είχε διαπράξει σοβαρά εγκλήματα, κι όλα αυτά μόνο και μόνο για να ακούσει μια απάντηση, για την οποία ήταν σχεδόν σίγουρη πριν ακόμα διατυπωθεί η ερώτηση. Και τώρα την είχε ακούσει. Το Μαύρο Άτζα όντως υπήρχε. Ατένιζε μία Μαύρη αδελφή, μία Σκοτεινόφιλη που φορούσε το επώμιο. Η πίστη, όμως, αποδείχτηκε μια ωχρή σκιά της αντιπαράθεσης. Το σαγόνι της ήταν τόσο ερμητικά κλειστό, που κόντευε να πάθει κράμπα, κι αυτό ήταν το μόνο που εμπόδισε τα δόντια της να μην τρίζουν. Πάλεψε να ανασυνταχθεί, να σκεφτεί λογικά. Οι εφιάλτες όμως είχαν ξυπνήσει και βάδιζαν ήδη στον Πύργο.
Κάποια από τις αδελφές ξεφύσηξε βαριά κι η Σέαν αντιλήφθηκε πως δεν ήταν η μόνη που ένιωθε τον κόσμο της να γυρνά ανάποδα. Η Γιουκίρι τη σκούντησε κι έπειτα κάρφωσε τη ματιά της στην Τάλεν, αποφασισμένη, λες, να κρατήσει επάνω της τη θωράκιση, ακόμα και με τη δύναμη της θέλησης εν ανάγκη. Η Ντόεσιν έγλειφε τα χείλη της, ισιώνοντας τη χρυσόμαυρη φούστα της γεμάτη αβεβαιότητα. Μονάχα η Σερίν κι η Πεβάρα έδειχναν ψύχραιμες.
«Λοιπόν», είπε μαλακά η Σερίν. Η λέξη «ασθενικά» ταίριαζε καλύτερα. «Ώστε ανήκεις στο Μαύρο Άτζα». Πήρε μια βαθιά ανάσα κι ο τόνος της φωνής της έγινε απότομος. «Η θωράκιση είναι πλέον περιττή, Γιουκίρι. Εσύ, Τάλεν, δεν θα προσπαθήσεις ούτε να το σκάσεις ούτε να αντισταθείς με κανέναν τρόπο. Δεν θα αγγίξεις καν την Πηγή χωρίς την άδεια κάποιας από εμάς, αν και θαρρώ πως αυτή την ευθύνη θα την αναλάβει κάποια άλλη από τη στιγμή που θα σε παραδώσουμε. Γιουκίρι;» Η θωράκιση γύρω από την Τάλεν διαλύθηκε, αλλά η λάμψη παρέμεινε γύρω από τη Γιουκίρι, λες και δεν εμπιστευόταν το αποτέλεσμα της Ράβδου πάνω σε μία Μαύρη αδελφή.
Η Πεβάρα συνοφρυώθηκε. «Προτού την παραδώσουμε στην Ελάιντα, Σερίν, θέλω να ανακαλύψουμε ό,τι μπορούμε. Ονόματα, τοποθεσίες, οτιδήποτε. Όλα όσα γνωρίζει!» Οι Σκοτεινόφιλοι είχαν αφανίσει την οικογένεια της Πεβάρα κι η Σέαν ήξερε καλά πως η γυναίκα ήταν αποφασισμένη ακόμη και να εξοριστεί, προκειμένου να καταδιώξει προσωπικά και την τελευταία Μαύρη.