Η Σέαν τινάχτηκε. «Τι πράγμα; Α, η Πεβάρα κι εγώ ξετρυπώσαμε μια μικρή φωλιά επαναστατριών εδώ, στον Πύργο», άρχισε να λέει δίχως να πάρει ανάσα. «Δέκα αδελφές σκόπευαν να σπείρουν τη διχογνωμία». Η Σερίν ήθελε να εξασφαλίσει την ασφάλεια της, σωστά; Ούτε καν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει. Ήταν κι η ίδια Καθήμενη κι Άες Σεντάι για σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια. Με ποιο δικαίωμα η Σερίν ή οποιαδήποτε άλλη ήθελαν να...; «Η Πεβάρα κι εγώ δώσαμε τέλος στις προθέσεις τους. Ήδη αναγκάσαμε τη μία εξ αυτών, τη Ζέρα Ντάκαν, να πάρει τον ίδιο επιπλέον όρκο με την Τάλεν, και της είπαμε να φέρει την Μπέρναϊλ Γκέλμπαρ στα διαμερίσματά μου απόψε το βράδυ, χωρίς να την κάνει να υποψιαστεί τίποτα». Μα το Φως, όλες οι αδελφές εκτός αυτού του δωματίου θα μπορούσαν να ανήκουν στο Μαύρο Άτζα. Όλες. «Σε αυτή την περίπτωση, θα χρησιμοποιήσουμε αυτές τις δύο για να φέρουμε άλλη μία, μέχρι να τις αναγκάσουμε όλες να ορκιστούν υπακοή. Φυσικά, θα τους κάνουμε την ίδια ερώτηση που κάναμε και στη Ζέρα, όπως και στην Τάλεν». Το Μαύρο Άτζα ίσως να ήξερε ήδη το όνομά της, ίσως να γνώριζε ήδη πως ήταν αποφασισμένη να το κυνηγήσει. Πώς θα της έβρισκε η Σερίν ασφαλές καταφύγιο; «Όσες δώσουν λάθος απάντηση, θα ανακριθούν, κι όσες απαντήσουν σωστά, μπορούν να επανορθώσουν κάπως την προδοσία τους κυνηγώντας τις Μαύρες υπό τη δική μας καθοδήγηση». Μα το Φως, πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο;
Μόλις ολοκλήρωσε, οι υπόλοιπες συζήτησαν το θέμα επί μακρόν, πράγμα που σήμαινε ότι η Σερίν δεν ήταν διόλου σίγουρη τι απόφαση να πάρει. Η Γιουκίρι επέμενε να παραδώσουν αμέσως τη Ζέρα και τις συμμάχους της στον νόμο — αν, φυσικά, μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο δίχως να αποκαλυφθούν όσα είχαν κάνει με την Τάλεν. Η Πεβάρα διαφώνησε, αν και με μισή καρδιά, στο να χρησιμοποιήσουν τις επαναστάτριες. Η διχογνωμία, για την οποία ήταν υπεύθυνες, επικεντρωνόταν σε χυδαίες ιστορίες σχετικά με το Κόκκινο Άτζα και τους ψεύτικους Δράκοντες. Η Ντόεσιν πρότεινε λίγο-πολύ να απαγάγουν όλες τις αδελφές του Πύργου και να τις αναγκάσουν να πάρουν τον επιπρόσθετο όρκο, αλλά οι άλλες τρεις δεν της έδωσαν πολλή σημασία.
Η Σέαν δεν πήρε μέρος στην κουβέντα. Σκέφτηκε πως μόνο μία συγκεκριμένη αντίδραση μπορούσε να έχει στη δυσχερή κατάσταση στην οποία είχαν βρεθεί. Τρικλίζοντας προς την πλησιέστερη γωνία, έκανε εμετό.
Η Ηλαίην πάσχισε να μην τρίξει τα δόντια της. Έξω, μία ακόμη χιονοθύελλα σφυροκοπούσε το Κάεμλυν, σκοτεινιάζοντας τον μεσημεριανό ουρανό τόσο, ώστε να καθιστά αναγκαίους τους αναμμένους φανούς κατά μήκος των επενδυμένων τοίχων του καθιστικού. Σφοδρές ριπές έκαναν τα τζάμια στα δίφυλλα παράθυρα, χωμένα στις ψηλές, αψιδωτές κόγχες, να τρίζουν. Αστραπές φώτιζαν τους καθαρούς υαλοπίνακες κι οι κεραυνοί μπουμπούνιζαν κούφια πάνω από το κεφάλι της. Βροντές και χιόνι, το χειρότερο είδος χειμερινής θύελλας, το πλέον βίαιο. Το δωμάτιο δεν ήταν ακριβώς κρύο, αλλά... Πλησιάζοντας τα δάχτυλά της μπροστά στα κούτσουρα που τριζοβολούσαν στο πλατύ, μαρμάρινο τζάκι, μπορούσε να νιώσει την ψυχράδα να περνάει μέσα από τα χαλιά, που ήταν απλωμένα πάνω στα πλακάκια, καθώς και μέσα από τα χοντρά, βελούδινα πασούμια της. Ο φαρδύς, μαύρος γιακάς από γούνα αλεπούς και τα μανικέτια στο ασπροκόκκινο φόρεμά της ήταν όμορφα, αλλά δεν ήταν σίγουρη κατά πόσον πρόσθεταν περισσότερη ζεστασιά από τα μαργαριτάρια στα μανίκια της. Μπορεί να αρνούνταν να αφήσει το κρύο να την αγγίξει, αλλά δεν σήμαινε πως δεν είχε επίγνωση.
Πού ήταν η Νυνάβε; Κι η Βαντέν; Οι σκέψεις αλυχτούσαν μέσα στο κεφάλι της σαν τον καιρό. Θα έπρεπε να έχουν έρθει! Μα το Φως! Μακάρι να μπορούσα να κάνω χωρίς ύπνο, κι ας έρχονταν με την ησυχία τους! Όχι, δεν ήταν δίκαιο κάτι τέτοιο. Η τυπική της διεκδίκηση για τον Θρόνο του Λιονταριού είχε λάβει χώρα μόλις λίγες μέρες πριν κι, όσον αφορούσε στην ίδια, οτιδήποτε άλλο έπρεπε να μπει σε δεύτερη μοίρα προς το παρόν. Η Νυνάβε κι η Βαντέν είχαν άλλες προτεραιότητες, άλλες ευθύνες, όπως το έβλεπαν οι ίδιες. Η Νυνάβε ήταν πνιγμένη, πασχίζοντας μαζί με τη Ρεάνε και τις υπόλοιπες του Πλεχτού Κύκλου να βρουν έναν τρόπο να βγάλουν τις γυναίκες του Σογιού από τις περιοχές που ήλεγχαν οι Σωντσάν πριν ανακαλυφθούν κι αιχμαλωτιστούν. Οι γυναίκες του Σογιού ήταν καλές στο να διατηρούν χαμηλό προφίλ, αλλά οι Σωντσάν δύσκολα θα τις περνούσαν για αδέσποτες, όπως είχαν κάνει οι Άες Σεντάι. Προφανώς, η Βαντέν εξακολουθούσε να είναι συγκλονισμένη από τον φόνο της αδελφής της, καθότι έτρωγε ελάχιστα και μετά βίας έδινε κάποια συμβουλή. Κι, ως προς το θέμα του φαγητού, μπορεί να μην υπήρχε πρόβλημα, αλλά αυτό που τη βασάνιζε ήταν η ανακάλυψη του δολοφόνου. Περιδιάβαινε κατηφής τους διαδρόμους τις μικρές ώρες, κυνηγώντας κρυφά τη Σκοτεινόφιλη που υπήρχε ανάμεσά τους. Μόλις τρεις μέρες πριν, και μόνο η σκέψη θα έφερνε ανατριχίλες στην Ηλαίην· τώρα, δεν ήταν παρά μόνο ένας κίνδυνος ανάμεσα σε πολλούς. Πιο οικείος, είναι αλήθεια, αλλά κίνδυνος.