Выбрать главу

Έφερναν εις πέρας σημαντικά εγχειρήματα, με την έγκριση και παρότρυνση της Εγκουέν, αλλά μακάρι να έκαναν πιο γρήγορα, όσο εγωιστικό κι αν ακουγόταν αυτό. Η Βαντέν διέθετε πλούτο καλών συμβουλών, πλεονεκτώντας λόγω μεγάλης πείρας και διεξοδικής μελέτης, και τα χρόνια που πέρασε η Νυνάβε έχοντας πάρε-δώσε με το Συμβούλιο του Χωριού και με τον Κύκλο των Γυναικών, στο Πεδίο του Έμοντ, την έκαναν ειδήμονα στην πρακτική πολιτική, ασχέτως αν η ίδια αρνούνταν κάτι τέτοιο. Που να με πάρει και να με σηκώσει, έχω να κάνω εκατό πράγματα, κάποια εδώ, στο Παλάτι, και τις χρειάζομαι! Αν ήταν στο χέρι της, η Νυνάβε αλ’Μεάρα θα γινόταν η Άες Σεντάι σύμβουλος της επόμενης Βασίλισσας του Άντορ. Είχε άμεση ανάγκη οποιαδήποτε βοήθεια — προερχόμενη από οποιονδήποτε θα μπορούσε να εμπιστευθεί.

Περνώντας το χέρι από το πρόσωπό της, έστρεψε το κεφάλι της μακριά από τις φλόγες του τζακιού. Δεκατρείς πολυθρόνες με ψηλή ράχη, απέριττα σκαλισμένες αλλά από χέρι δεξιοτέχνη, σχημάτιζαν μια πεταλωτή διάταξη μπροστά από το τζάκι. Παραδόξως, ο χώρος των τιμών, όπου θα δεχόταν η Βασίλισσα τις επισκέψεις της, βρισκόταν αρκετά μακριά από τη ζεστασιά της φωτιάς. Πράγματι. Η πλάτη της άρχισε να ζεσταίνεται αμέσως, ενώ το μπροστινό μέρος του κορμιού της να κρυώνει. Έξω, η χιονόπτωση συνεχιζόταν, τα αστροπελέκια βροντούσαν κι οι αστραπές φώτιζαν τον ουρανό. Ακριβώς ό,τι συνέβαινε και μέσα στο κεφάλι της. Ηρεμία. Μια αρχηγός χρειάζεται ηρεμία όσο κι οποιαδήποτε Άες Σεντάι.

«Θα πρέπει να είναι οι μισθοφόροι», είπε χωρίς να καταφέρει να κρύψει μια δόση θλίψης στη φωνή της. Οι οπλίτες από τα μέρη της θα κατέφθαναν μέσα στο μήνα —μόλις μάθαιναν πως ήταν ζωντανή— αλλά θα είχε φτάσει η άνοιξη πριν καταφθάσουν σε μεγάλους αριθμούς, ενώ οι άντρες που στρατολογούσε η Μπιργκίτε θα χρειάζονταν σίγουρα τουλάχιστον μισό χρόνο μέχρι να μάθουν να ιππεύουν και να κρατούν ξίφος ταυτόχρονα. «Οι Κυνηγοί του Κέρατος, επίσης, θα υπογράψουν και θα πάρουν τον όρκο, αν μη τι άλλο». Υπήρχαν κάμποσοι κι από τις δύο μεριές παγιδευμένοι στο Κάεμλυν εξαιτίας του καιρού. Αρκετοί, όπως ισχυριζόταν ο κόσμος, που περνούσαν τον καιρό τους μεθοκοπώντας, καυγαδίζοντας και παρενοχλώντας γυναίκες που δεν είχαν καμιά διάθεση να παίξουν τα παιχνίδια τους. Αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει για να σταματούν φασαρίες αντί να τις ξεκινούν. Ευχήθηκε να μη σκεφτόταν ότι εξακολουθούσε να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της σχετικά με αυτό το ζήτημα. «Είναι δαπανηρό, αλλά τα ταμεία θα καλύψουν τα έξοδα». Για λίγο, τουλάχιστον. Καλύτερα να ξεκινούσε να εισπράττει σύντομα τα έσοδα από την περιουσία της.

Και, ω του θαύματος, οι δύο γυναίκες που στέκονταν μπροστά της αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο.

Η Ντυέλιν έβγαλε έναν βρυχηθμό που υποδήλωνε οργή. Μια μεγάλη, στρογγυλή, ασημένια καρφίτσα, η οποία απεικόνιζε την Κουκουβάγια και τη Βελανιδιά των Τάρασιν, ήταν πιασμένη ψηλά στον λαιμό του σκουροπράσινου φορέματός της, αποτελώντας το μοναδικό κόσμημά της. Δεν ήταν παρά μια επίδειξη έπαρσης του Οίκου της, υπερβολική μάλλον. Η Υψηλή Έδρα του Οίκου των Τάρασιν ήταν, ούτως ή άλλως, μια εξαιρετικά υπερήφανη γυναίκα. Η γκριζάδα χάραζε τα χρυσαφιά της μαλλιά, και λεπτές γραμμές, όμοιες με ιστούς αράχνης, στόλιζαν τις άκρες των ματιών της. Ωστόσο, το πρόσωπό της φάνταζε δυνατό, το βλέμμα της ευθύ κι αιχμηρό. Το μυαλό της ήταν ξυράφι ή, καλύτερα, σπαθί. Μία ειλικρινής γυναίκα —έτσι έμοιαζε, τουλάχιστον— που σε καμία περίπτωση δεν έκρυβε την άποψή της.

«Οι μισθοφόροι κάνουν καλή δουλειά», είπε κάπως υποτιμητικά, «αλλά δεν ελέγχονται εύκολα, Ηλαίην. Όταν τους λες να κάνουν κάτι διακριτικά, γίνονται απότομοι, κι όταν χρειάζεσαι κάτι πιο δυναμικό, πιθανόν να έχουν σκορπίσει από δω κι από κει, κλέβοντας τον κοσμάκη. Είναι πιστοί μόνο στο χρυσάφι, κι αυτό όσο είναι δυνατόν να τους το παρέχεις. Αν, δηλαδή, δεν σε προδώσουν στο μεταξύ, επειδή κάποιος άλλος τους έδωσε περισσότερο. Είμαι σίγουρη πως η Αρχόντισσα Μπιργκίτε θα συμφωνήσει μαζί μου, για μία φορά έστω».

Η Μπιργκίτε, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τα στήθη της και με τα τακούνια από τις μπότες της καρφωμένα στο έδαφος σε διάσταση, μόρφασε, όπως συνήθιζε κάθε φορά που κάποιος χρησιμοποιούσε τον νέο της τίτλο. Η Ηλαίην τής είχε παραχωρήσει ένα κτήμα μόλις έφτασαν στο Κάεμλυν, όπου και θα μπορούσε να καταχωριστεί. Ιδιαιτέρως, η Μπιργκίτε γκρίνιαζε αδιάκοπα γι’ αυτό το θέμα, καθώς και για τις άλλες αλλαγές στη ζωή της. Το γαλάζιο της παντελόνι ήταν κομμένο και ραμμένο όπως αυτά που φορούσε συνήθως, κυματιστό και μαζεμένο στους αστραγάλους, αλλά το κοντό, κόκκινο πανωφόρι της είχε ένα ψηλό, λευκό γιλέκο και φαρδιά, λευκά μανικέτια με χρυσαφιές λωρίδες. Ήταν η Αρχόντισσα Μπιργκίτε Τραχέλιον, καθώς επίσης κι η Στρατηγός της Βασιλικής Φρουράς, και μπορούσε να μουρμουρίζει και να γκρινιάζει όσο ήθελε, αρκεί να μην το έκανε στα φανερά.