«Συμφωνώ», γρύλισε κάπως απρόθυμα, ρίχνοντας στην Ντυέλιν μια κάπως λοξή κι αγριεμένη ματιά. Ο δεσμός της Προμάχου αποκάλυπτε στην Ηλαίην αυτό που διαισθανόταν κι η ίδια από το πρωί. Απογοήτευση, εκνευρισμό, αποφασιστικότητα. Κάποια από αυτά τα συναισθήματα αντανακλούσαν και κι δικά της, ωστόσο. Αντικαθρέφτιζαν η μία την άλλη με παράξενους τρόπους από τη στιγμή που ο δεσμός είχε τεθεί σε λειτουργία, συναισθηματικά κυρίως. Σε τελική ανάλυση, ο κύκλος των μαθημάτων της είχε επιταχυνθεί κατά μία βδομάδα τουλάχιστον για να καταφέρει να συναγωνιστεί το επίπεδο της άλλης γυναίκας!
Η απροθυμία της Μπιργκίτε να ασχοληθεί με το δεύτερο επιχείρημα ήταν το ίδιο μεγάλη με την απροθυμία της να συμφωνήσει. «Οι Κυνηγοί δεν είναι πολύ καλύτεροι, Ηλαίην», μουρμούρισε. «Παίρνουν τον Όρκο του Κυνηγού μόνο και μόνο για χάρη της περιπέτειας κι, αν είναι δυνατόν, για να μείνουν στην ιστορία. Δεν τους απασχολεί και τόσο η τήρηση του νόμου. Οι μισοί από δαύτους είναι αλαζόνες ηθικολόγοι και σε κοιτάνε αφ’ υψηλού. Οι υπόλοιποι δεν παίρνουν καν τα απαραίτητα ρίσκα, αλλά κοιτάνε πως θα τη βολέψουν. Άσε που η αναφορά και μόνο στο Κέρας του Βαλίρ είναι αρκετή να κάνει τους δύο στους τρεις να το βάλουν στα πόδια».
Η Ντυέλιν χαμογέλασε αχνά, σαν να είχε κερδίσει έναν πόντο. Η ασυμβατότητα λαδιού και νερού δεν ήταν τίποτα συγκρινόμενη με τούτες τις δυο. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να διαφωνούσε σε κάποια λογικά πλαίσια, αλλά για κάποιον λόγο αυτές οι δύο γυναίκες ήταν ικανές να μαλώνουν για το αν το κάρβουνο έχει μαύρο χρώμα ή όχι. Κι αυτό έκαναν. «Επιπλέον, τόσο οι Κυνηγοί όσο κι οι μισθοφόροι, δεν είναι παρά ξένοι. Δεν έχει και τόση σημασία αν κάποιοι είναι καλύτεροι από άλλους. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελες είναι να ξεσπάσει επανάσταση». Τα αστροπελέκια άστραψαν, φωτίζοντας φευγαλέα τις παραστάδες των παραθύρων, και μια ιδιαίτερα δυνατή βροντή διέκοψε τα λόγια της. Μέσα σε χίλια χρόνια, εφτά Βασίλισσες του Άντορ είχαν ανατραπεί από ανταρσίες, ενώ οι δύο που επέζησαν μάλλον εύχονταν να μην τα είχαν καταφέρει.
Η Ηλαίην έπνιξε έναν αναστεναγμό. Σε ένα από τα μικρά, διακοσμητικά τραπεζάκια κατά μήκος των τοίχων υπήρχε ένας βαρύς, αργυρόπλεκτος δίσκος με κούπες και μια ψηλή κανάτα με ζεστό, αρωματικό κρασί. Για την ακρίβεια, χλιαρό τώρα πια. Διαβίβασε Φωτιά για λίγο και μια λεπτή τούφα ατμού ξεπήδησε από την κανάτα. Η αναθέρμανση του υγρού είχε ως αποτέλεσμα μια ελαφριά πικράδα στο άρωμα, αλλά η ζεστασιά από τις δουλεμένες με ασήμι κούπες μέσα στα χέρια της την αντάμειψε. Πάσχισε να αντισταθεί στην τάση που είχε να ζεστάνει τον αέρα του δωματίου με τη χρήση της Δύναμης, κι απελευθέρωσε την Πηγή. Ούτως ή άλλως, η ζεστασιά δεν θα διαρκούσε πολύ, εκτός αν διατηρούσε τις υφάνσεις. Είχε καταπολεμήσει την απροθυμία της να αφήνει την Πηγή κάθε φορά που απορροφούσε το σαϊντάρ —έως ένα σημείο, τουλάχιστον— αλλά, τελευταία, η επιθυμία της να απορροφά όλο και πιο πολύ αυξανόταν διαρκώς. Κάθε αδελφή αντιμετώπιζε αργά ή γρήγορα αυτή την επικίνδυνη επιθυμία. Έκανε νόημα κι οι υπόλοιπες γυναίκες γέμισαν τα ποτήρια τους με κρασί.
«Γνωρίζετε καλά πώς έχει η κατάσταση», τους είπε. «Μονάχα ένας ανόητος θα πίστευε πως δεν έχει πάρει άσχημη τροπή, κι εσείς δεν ανήκετε σε αυτή την κατηγορία». Η Φρουρά δεν ήταν παρά ένα κέλυφος, μια χούφτα άντρες της προκοπής κι άλλοι τόσοι —και περισσότεροι— ψωμωμένοι και παλικαράδες, κατάλληλοι μόνο για να πετούν τους μεθυσμένους έξω από τις ταβέρνες ή για να πετάγονται οι ίδιοι. Ειδικά από τότε που οι Σαλδαίοι κι οι Αελίτες ήταν φευγάτοι, το έγκλημα ανθούσε σαν τα ζιζάνια την άνοιξη. Η Ηλαίην πίστευε πως το χιόνι θα ελάττωνε τις εγκληματικές πράξεις, αλλά κάθε μέρα γίνονταν ληστείες, εμπρησμοί κι άλλα, ακόμη χειρότερα. Κάθε μέρα που περνούσε, η κατάσταση χειροτέρευε. «Με αυτούς τους ρυθμούς, θα ξεσπάσουν ταραχές μέσα σε λίγες εβδομάδες, ίσως και συντομότερα. Αν δεν καταφέρω να βάλω τάξη στο ίδιο το Κάεμλυν, ο λαός σίγουρα θα στραφεί εναντίον μου». Αν δεν ήταν ικανή να διατηρήσει την τάξη στην πρωτεύουσα, ας ανακοίνωνε στον λαό την ανικανότητά της να κυβερνήσει. «Δεν μου αρέσει, αλλά πρέπει να γίνει, και θα γίνει». Οι άλλες δύο γυναίκες άνοιξαν τα στόματά τους ταυτόχρονα, έτοιμες να λογομαχήσουν με την πρώτη ευκαιρία, αλλά η Ηλαίην δεν τους την πρόσφερε. Η φωνή της ακουγόταν ιδιαίτερα σταθερή. «Θα γίνει».