Η χρυσαφιά πλεξούδα της Μπιργκίτε, που της έφτανε έως τη μέση, ταρακουνήθηκε, καθώς η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της, αλλά η μνησίκακη αποδοχή φιλτραρίστηκε μέσα από τον δεσμό. Ήταν σίγουρα παράξενο το πρίσμα μέσα από το οποίο έβλεπε τη σχέση μεταξύ μιας Άες Σεντάι και του Προμάχου της, αλλά είχε μάθει να αναγνωρίζει πότε δεν έπρεπε να πιέζει την Ηλαίην. Κατά κάποιον τρόπο, είχε μάθει. Κυρίως όσον αφορούσε σε θέματα όπως τα περιουσιακά κι οι τίτλοι, η διοίκηση της Φρουράς και μερικά ακόμη μικροπράματα.
Η Ντυέλιν έγειρε κάπως το κεφάλι της, ίσως αδιόρατα και τα γόνατά της· η κίνησή της θα μπορούσε να εκληφθεί ως υπόκλιση, αν το πρόσωπό της δεν ήταν τόσο πέτρινο. Καλό ήταν να θυμάται πως αρκετοί από αυτούς που δεν ήθελαν την Ηλαίην Τράκαντ στον Θρόνο του Λιονταριού θα επιθυμούσαν να δουν στη θέση της την Ντυέλιν Τάραβιν. Η γυναίκα μπορεί απλώς να ήταν πρόθυμη να βοηθήσει, αλλά ήταν αρχή ακόμα κι υπήρχαν φορές που η Ηλαίην άκουγε στο βάθος του κεφαλιού της μια ψιλή φωνή να ψιθυρίζει. Μήπως η Ντυέλιν περίμενε το πρώτο στραβοπάτημα της Ηλαίην, για να αδράξει την ευκαιρία και να «σώσει» το Άντορ; Κάποιος αρκετά συνετός κι αρκετά ύπουλος μπορεί να ακολουθούσε αυτό το μονοπάτι, ίσως να πετύχαινε κιόλας.
Η Ηλαίην ανασήκωσε το χέρι της να τρίψει τους κροτάφους της, αλλά, αντί γι’ αυτό, έσιαξε τα μαλλιά της. Τόση καχυποψία, τόσο λίγη εμπιστοσύνη. Το Παιχνίδι των Οίκων είχε μολύνει το Άντορ από τότε που έφυγε για την Ταρ Βάλον. Δεν μετάνιωσε καθόλου για τους μήνες που είχε περάσει ανάμεσα στις Άες Σεντάι, μαθαίνοντας πολλά σχετικά με τη Δύναμη. Για τις περισσότερες αδελφές, το Ντάες Νταε’μάρ ήταν το παν. Ήταν ευγνώμων, επίσης, για τη διδασκαλία του Θομ. Χωρίς αυτά τα δύο, ίσως να μην κατάφερνε να επιβιώσει ώστε να επιστρέψει. Είθε το Φως να έδινε ο Θομ να ήταν ασφαλής και μαζί με τον Ματ και τους άλλους να είχε ξεφύγει από τους Σωντσάν και να βρισκόταν καθ’ οδόν προς το Κάεμλυν. Δεν πέρασε μέρα από τότε που είχαν φύγει από το Έμπου Νταρ που να μην προοευχήθηκε για την ασφάλειά τους, αλλά τώρα πια μόνο γι’ αυτή τη σύντομη προσευχή είχε χρόνο.
Κάθισε στο κάθισμα στο κέντρο της τοξοειδούς διάταξης, στο κάθισμα της Βασίλισσας, και προσπάθησε να δείχνει σαν βασίλισσα, ισιώνοντας την πλάτη της κι ακουμπώντας ανάλαφρα το ελεύθερο χέρι της στο σκαλιστό μπράτσο της πολυθρόνας. Δεν είναι αρκετό να δείχνεις σαν βασίλισσα, της έλεγε συχνά η μητέρα της, αλλά το κοφτερό μυαλό, η διορατικότητα κι η γενναιότητα δεν μετρούν καθόλου, αν ο λαός δεν σε βλέπει ως βασίλισσα. Η Μπιργκίτε την παρατηρούσε διερευνητικά, καχύποπτα σχεδόν. Μερικές φορές, ο δεσμός ήταν εξαιρετικά άβολος! Η Ντυέλιν σήκωσε την κούπα με το κρασί και την έφερε στα χείλη της.
Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα. Η ερώτηση αυτή τη βασάνιζε πολύ συχνά, αλλά δεν έβλεπε άλλο τρόπο. «Μπιργκίτε, με τον ερχομό της άνοιξης, θέλω ο στρατός μας να ισοδυναμεί με οτιδήποτε ανάλογο μπορούν να παρουσιάσουν δέκα Οίκοι». Πιθανότατα, ήταν αδύνατον να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά και μόνο η προσπάθεια σήμαινε πως είχαν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τους μισθοφόρους που είχαν υπογράψει, ίσως μάλιστα να έβρισκαν κι άλλους, όπως επίσης κάθε άντρα που έδειχνε την ανάλογη προθυμία. Μα το Φως, τι μπέρδεμα!
Η Ντυέλιν πνίγηκε και τα μάτια της κόντεψαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Σκούρο κρασί πετάχτηκε από το στόμα της. Πλαταγίζοντας τη γλώσσα της, τράβηξε ένα μαντίλι με δαντελωτές άκρες από το μανίκι της και σκούπισε ελαφρά το πηγούνι της.
Ένα κύμα πανικού ξεπήδησε από τον δεσμό με την Μπιργκίτε. «Που να με πάρει και να με σηκώσει, Ηλαίην, δεν μπορεί να εννοείς ότι...! Τοξότρια είμαι, όχι στρατάρχης! Όλη μου τη ζωή αυτό ήμουν, δεν το καταλαβαίνεις; Έκανα ό,τι έπρεπε, ανάλογα με το πώς με ανάγκαζαν να πράξω οι περιστάσεις! Όπως και να έχει, δεν είμαι πια εκείνο το άτομο. Είμαι ο εαυτός μου και...!» Σταμάτησε να μιλάει, αναγνωρίζοντας πως ίσως είχε πει πολλά. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το πρόσωπό της είχε αναψοκοκκινίσει κι η Ντυέλιν την κοιτούσε περίεργα.
Είχε διαδοθεί πως η Μπιργκίτε καταγόταν από το Κάντορ, όπου οι ντόπιες γυναίκες φορούσαν παρόμοια ρούχα με τα δικά της, αλλά ήταν φως φανάρι πως η Ντυέλιν υποψιαζόταν πως επρόκειτο για ψέμα. Κάθε φορά που η Μπιργκίτε δεν έβαζε χαλινάρι στη γλώσσα της, κινδύνευε να αποκαλύψει το μυστικό της. Η Ηλαίην τής έριξε ένα βλέμμα που υποδήλωνε πως αργότερα έπρεπε να ετοιμαστεί για κατσάδα.
Δύσκολα θα κοκκίνιζαν περισσότερο τα μάγουλα της Μπιργκίτε. Η αίσθηση της αυτοτιμωρίας πλημμύρισε τον δεσμό, καταπνίγοντας οτιδήποτε άλλο, μέχρι που η Ηλαίην αισθάνθηκε να φουντώνουν και τα δικά της μάγουλα. Πήρε στα γρήγορα μια αυστηρή έκφραση, ελπίζοντας πως τα ροδαλά της μάγουλα θα υποδήλωναν κάτι άλλο πέρα από την έντονη ανάγκη που ένιωθε να κουλουριαστεί στο κάθισμά της εξαιτίας του εξευτελισμού της Μπιργκίτε. Αυτό το αντικατοπτριζόμενο αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από δυσάρεστο!