Ο Ντάμπλντορ ένευσε καταφατικά με το κεφάλι.
«Είναι... είναι αλήθεια;» ρώτησε τρέμοντας η καθηγήτρια. «Μετά απ' όσα έκανε... τους ανθρώπους που σκότωσε... ο Βόλντεμορτ δεν κατάφερε να σκοτώσει αυτό το αγοράκι; Είναι απίστευτο... το μόνο πλάσμα που μπόρεσε να τον σταματήσει!... Μα πώς σώθηκε ο Χάρι;»
«Μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ. «Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ».
Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ έβγαλε ένα δαντελένιο μαντιλάκι και σκούπισε τα μάτια της κάτω από τα γυαλιά. Ο Ντάμπλντορ αναστέναξε Βαθιά, ενώ έβγαλε απ' την τσέπη του ένα μεγάλο χρυσό ρολόι και το κοίταξε. Ήταν ένα πολύ περίεργο ρολόι, γιατί είχε δώδεκα δείκτες και καθόλου αριθμούς. Στη θέση των αριθμών υπήρχαν μικροί πλανήτες. Παρ' όλ' αυτά, τουλάχιστον ο Ντάμπλντορ θα πρέπει να έβγαζε νόημα, γιατί το έβαλε στην τσέπη του και είπε: «Ο Χάγκριντ άργησε. Φαντάζομαι πως αυτός θα σου είπε ότι απόψε θα 'ρχόμουν εδώ».
«Ναι», αποκρίθηκε η καθηγήτρια. «Κι εγώ φαντάζομαι πως δε σκοπεύεις να μου πεις για ποιο λόγο βρίσκεσαι απόψε εδώ;»
«Και βέβαια θα σου πω. Ήρθα για να φέρω τον Χάρι στο θείο και τη θεία του. Τώρα πια είναι οι μόνοι συγγενείς που έχει».
«Δεν μπορεί να εννοείς... αποκλείεται να εννοείς αυτούς που μένουν εδώ!» φώναξε η ΜακΓκόναγκαλ, ενώ πεταγόταν όρθια κι έδειχνε με τεντωμένο δάχτυλο το σπίτι με τον αριθμό 4. «Ντάμπλντορ, αυτό δεν πρέπει να το κάνεις! Δεν είχα τι άλλο να κάνω και τους παρακολούθησα όλη μέρα. Δύσκολα θα μπορούσες να βρεις δυο ανθρώπους που να μη μοιάζουν καθόλου μ' εμάς! Κι έχουν κι ένα γιο... ένα γιο που δεν περιγράφεται! Όταν τον έβγαλε βόλτα η μητέρα του, ούρλιαζε συνέχεια και χτυπιόταν για να του πάρει γλυκά. Ο Χάρι Πότερ να 'ρθει να ζήσει εδώ;»
«Είναι το καλύτερο μέρος γι αυτόν», αποκρίθηκε ψύχραιμα ο Ντάμπλντορ. «Αργότερα, όταν μεγαλώσει λίγο, ο θείος κι η θεία του θα μπορέσουν να του τα εξηγήσουν όλα. Τους έχω γράψει ένα γράμμα».
«Γράμμα;» επανέλαβε η καθηγήτρια, ενώ καθόταν πάλι στο φράχτη. «Αλήθεια, Ντάμπλντορ, φαντάζεσαι πως όλη αυτή η ιστορία μπορεί να εξηγηθεί μ' ένα γράμμα; Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δε θα μπορέσουν να καταλάβουν τον Χάρι. Θα είναι διάσημος... θα γίνει θρύλος... Εγώ, προσωπικά, δε θα παραξενευτώ καθόλου, αν η σημερινή μέρα καθιερωθεί σαν Ημέρα Χάρι Πότερ! Θα γραφτούν βιβλία γι' αυτόν και κάθε παιδί στον κόσμο μας θα ξέρει τ' όνομα του!»
«Ακριβώς!» τη διέκοψε ο Ντάμπλντορ, κοιτάζοντας την αυστηρά πάνω απ' τους μισούς φακούς των γυαλιών του. «Κι όλα αυτά είναι κάτι περισσότερο από αρκετά, για να πάρουν αέρα τα μυαλά κάθε μικρού αγοριού. Ο Χάρι θα γίνει διάσημος προτού καν μπορέσει να μιλήσει και να περπατήσει! Διάσημος για κάτι που δε θα μπορεί ούτε να θυμηθεί! Δεν καταλαβαίνεις ότι είναι καλύτερα γι' αυτόν να μεγαλώσει μακριά απ' όλα αυτά, ώσπου να μπορέσει να τα αντιμετωπίσει με ψυχραιμία;»
Η καθηγήτρια άνοιξε το στόμα της, άλλαξε γνώμη, ξεροκατάπιε και είπε: «Ναι... ναι, 6έ6αια, έχεις δίκιο. Πώς, όμως, θα 'ρθει εδώ ο μικρός, Ντάμπλντορ;» Κι έριξε μια ματιά γεμάτη υποψία στο μανδύα του, σαν να έλεγε πως ο Χάρι ήταν κρυμμένος κάτω απ' αυτόν.
«Ο Χάγκριντ θα τον φέρει».
«Το βρίσκεις σωστό να εμπιστευθείς στον Χάγκριντ κάτι τόσο σημαντικό;»
«Θα εμπιστευόμουν στον Χάγκριντ ακόμα και τη ζωή μου».
«Δε λέω πως δεν έχει τις καλύτερες προθέσεις», παραδέχθηκε απρόθυμα η καθηγήτρια, «αλλά ο Χάγκριντ είναι συχνά απρόσεκτος. Έχει τη συνήθεια να... Α! Τι ήταν αυτό;»
Κάτι σαν σιγανό μουγκρητό είχε σπάσει τη σιωπή γύρω τους. Άρχισε να δυναμώνει, καθώς κι οι δυο κοιτούσαν δεξιά κι αριστερά στο δρόμο, προσπαθώντας να διακρίνουν τα φώτα κάποιου αμαξιού που πλησίαζε. Το μουγκρητό δυνάμωνε. Τώρα ήταν φανερό πως ερχόταν από πάνω. Καθώς κι οι δυο σήκωσαν τα μάτια τους ψηλά, μια τεράστια μοτοσικλέτα φάνηκε να αιωρείται στον αέρα. Άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα και φρενάρισε μπροστά τους.
Η μοτοσικλέτα ήταν τεράστια, αλλά ο οδηγός της ακόμη πιο τεράστιος. Ήταν τουλάχιστον δυο φορές πιο ψηλός από έναν κανονικό άνθρωπο και πέντε φορές πιο φαρδύς. Κι ήταν όχι μόνο τεράστιος, αλλά κι άγριος στην όψη, με τα μακριά και μπερδεμένα μαύρα μαλλιά και γένια του, που έκρυβαν σχεδόν όλο το πρόσωπο του, τις παλάμες του μεγάλες σαν φτυάρια και τα πόδια του, μέσα σε μαύρες μπότες, να μοιάζουν σαν μικρά δελφίνια. Στα χοντρά και μυώδη μπράτσα του κρατούσε ένα δέμα τυλιγμένο σε κουβέρτα.
«Χάγκριντ!», είπε μ' ανακούφιση ο Ντάμπλντορ. «Επιτέλους! Και πού βρήκες αυτή τη μοτοσικλέτα;»
«Τη δανείστηκα, καθηγητή Ντάμπλντορ», αποκρίθηκε ο γίγαντας, ξεκαβαλικεύοντας προσεκτικά. «Ο νεαρός Σείριος Μπλακ μου τη δάνεισε. Όσο για το μικρό, σας τον έφερα».