Выбрать главу

«Χωρίς προβλήματα, ελπίζω;»

«Χωρίς, κύριε. Το σπίτι ήταν σχεδόν κατεστραμμένο, αλλά κατάφερα να τον βγάλω απ' τα ερείπια προτού έρθουν οι Μαγκλ. Κι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά μου, καθώς πετούσαμε πάνω απ' το Μπρίστολ».

Ο Ντάμπλντορ κι η καθηγήτρια έσκυψαν μαζί πάνω απ' το δέμα με τις κουβέρτες. Μέσα μόλις διακρινόταν ένα αρσενικό μωρό, βαθιά κοιμισμένο. Στο μέτωπο του, κάτω από ένα τσουλούφι κατάμαυρα μαλλιά, φαινόταν καθαρά ένα σημάδι με περίεργο σχήμα, σαν κεραυνός!

«Εκεί τον...;» ρώτησε η καθηγήτρια.

«Ναι», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ. «Θα έχει αυτό το σημάδι για πάντα».

«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, Ντάμπλντορ;»

«Και να μπορούσα, δε θα το έκανα. Τα σημάδια είναι καμιά φορά χρήσιμα. Κι εγώ έχω ένα πάνω στο αριστερό μου γόνατο, που είναι ένας τέλειος χάρτης του μετρό του Λονδίνου. Λοιπόν, δώσ' τον μου τώρα, Χάγκριντ. Καλύτερα να τελειώνουμε μ' αυτή την υπόθεση».

Ο Ντάμπλντορ πήρε τον κοιμισμένο Χάρι στην αγκαλιά του και γύρισε προς το σπίτι των Ντάρσλι.

«Επιτρέπεται να... μπορώ να τον αποχαιρετήσω;» ρώτησε διστακτικά ο Χάγκριντ.

Μετά έσκυψε το τεράστιο κι αχτένιστο κεφάλι του επάνω στο μωρό και του 'δωσε ένα απαλό φιλί. Ταυτόχρονα άφησε να του ξεφύγει ένα δυνατό μουγκρητό, σαν του λαβωμένου σκυλιού.

«Σςςς!» τον μάλωσε ψιθυριστά ο Ντάμπλντορ. «Θα ξυπνήσεις τους Μαγκλ!»

«Σ-σ-συγγνώμη» τραύλισε κλαίγοντας ο Χάγκριντ, καθώς σκούπιζε το πρόσωπο του μ' ένα τεράστιο καρό μαντίλι. «Αλλά δεν... δεν το αντέχω! Ο καημένος ο Τζέιμς... και η Λίλι... νεκροί... κι ο ορφανός Χάρι να ζήσει με τους Μαγκλ!...»

«Ναι, ναι, πολύ δυσάρεστο... Αλλά σύνελθε, Χάγκριντ, γιατί θα μας προδώσεις», ψιθύρισε η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ χτυπώντας τον παρηγορητικά στον ώμο, ενώ ο Ντάμπλντορ δρασκέλιζε το χαμηλό φράχτη και προχωρούσε για την εξώπορτα του σπιτιού των Ντάρσλι. Φτάνοντας εκεί, ακούμπησε απαλά τον Χάρι στο σκαλοπάτι, έβγαλε έναν κλειστό φάκελο απ' το μανδύα του, τον στερέωσε ανάμεσα στις κουβέρτες και ξαναγύρισε κοντά στους άλλους δύο. Για ένα ολόκληρο λεπτό κι οι τρεις έμειναν ακίνητοι, κοιτάζοντας το μικρό δέμα. Οι ώμοι του Χάγκριντ τραντάζονταν από σιωπηλούς λυγμούς. Η καθηγήτρια ανοιγόκλεινε συνέχεια τα μάτια της για να συγκρατήσει τα δάκρυα κι η ζωηρή λάμψη στο βλέμμα του Ντάμπλντορ είχε εξαφανισθεί.

«Λοιπόν», είπε κατόπιν ο Ντάμπλντορ, «έγινε κι αυτό. Δεν υπάρχει πια λόγος να μένουμε άλλο εδώ. Πάμε καλύτερα να βρούμε αυτούς που το γιορτάζουν ακόμη...»

«Ναι, Βέβαια», συμφώνησε βραχνά ο Χάγκριντ. «Εγώ, όμως, δεν μπορώ να 'ρθω. Πρέπει να πάω πίσω τη μοτοσικλέτα τού Σείριος... Καληνύχτα, κυρία καθηγήτρια... Καληνύχτα, καθηγητή Ντάμπλντορ...»

Σκουπίζοντας για άλλη μια φορά τα βουρκωμένα μάτια του με το μανίκι του, ο Χάγκριντ καβάλησε τη μοτοσικλέτα κι έβαλε μπροστά τη μηχανή. Μ' ένα δυνατό μουγκρητό, η μοτοσικλέτα υψώθηκε στον αέρα και σε λίγο χάθηκε στο σκοτεινό ουρανό.

«Θα τα ξαναπούμε σύντομα, καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ», είπε ο Ντάμπλντορ.

Αντί για άλλη απάντηση, εκείνη ένευσε καταφατικά με το κεφάλι.

Ο Ντάμπλντορ γύρισε κι άρχισε να προχωρεί προς το βάθος του δρόμου. Όταν έφτασε στη γωνία, έβγαλε απ' την τσέπη του τον ασημένιο σβηστήρα. Τον πάτησε μια φορά και δώδεκα λάμπες άναψαν αμέσως, έτσι που η οδός Πριβέτ φωτίστηκε κι εκείνος πρόλαβε να δει μια γκρίζα γάτα να εξαφανίζεται πίσω απ' την άλλη γωνία. Το δέμα με τις κουβέρτες διακρινόταν καθαρά στο σκαλοπάτι του σπιτιού με τον αριθμό 4.

«Καλή τύχη, Χάρι», μουρμούρισε ο Ντάμπλντορ. Μετά γύρισε, τίναξε προς τα πίσω το μανδύα του κι εξαφανίστηκε.

Μια ανάλαφρη αύρα κούνησε τις άκρες των φύλλων στους θάμνους των κήπων όλων των σπιτιών της οδού Πριβέτ, ενός ήσυχου, συνοικιακού δρόμου, όπου κανείς δε θα περίμενε ποτέ να συμβούν ασυνήθιστα πράγματα. Ο μικρός Χάρι Πότερ άλλαξε πλευρό μέσα στις κουβέρτες του, αλλά χωρίς να ξυπνήσει. Το μικρό χεράκι του ακούμπησε το γράμμα και το 'σφιξε δυνατά, ενώ συνέχισε να κοιμάται χωρίς να ξέρει πως ήταν ξεχωριστός, πως ήταν διάσημος· χωρίς να ξέρει πως σε λίγες ώρες θα ξυπνούσε απ' την κραυγή τρόμου της κυρίας Ντάρσλι καθώς θ' άνοιγε την εξώπορτα για να πάρει μέσα την εφημερίδα και χωρίς — ευτυχώς — να ξέρει πως θα περνούσε τα επόμενα δέκα χρόνια με τις τσιμπιές και τις κλοτσιές του εξαδέλφου του Ντάντλι... Αλλά, προπαντός, χωρίς να ξέρει πως εκείνη τη στιγμή σ' όλα τα μέρη της χώρας άνθρωποι που είχαν συναντηθεί κρυφά, σήκωναν ψηλά τα ποτήρια τους κι έλεγαν: «Στην υγειά του Χάρι Πότερ, του παιδιού που σώθηκε!»

2. Το τζάμι που εξαφανίστηκε

Σχεδόν δέκα χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που οι Ντάρσλι ξύπνησαν και βρήκαν τον ανιψιό τους μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού τους. Η οδός Πριβέτ, όμως, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Ο ήλιος φωτίζει τους ίδιους μικρούς και περιποιημένους κήπους, κάνοντας τη χάλκινη πλάκα με τον αριθμό 4 στην εξώπορτα του σπιτιού των Ντάρσλι να γυαλίζει. Αργότερα ο ήλιος γλιστράει αργά στο σαλόνι τους, σχεδόν απαράλλαχτο όπως εκείνη τη μοιραία νύχτα, όταν ο κύριος Ντάρσλι είχε ακούσει στις ειδήσεις για τις κουκουβάγιες. Μόνο οι φωτογραφίες στο ράφι επάνω απ' το τζάκι δείχνουν καθαρά πόσο πολύς καιρός έχει περάσει: τότε οι φωτογραφίες έδειχναν ένα παχύ αγοράκι, ντυμένο με κοστούμια και καπέλα σε διάφορα χρώματα... O Ντάντλι Ντάρσλι, όμως, δεν ήταν πια μωρό και τώρα οι φωτογραφίες έδειχναν ένα μεγαλόσωμο ξανθό αγόρι, άλλοτε καβάλα στο πρώτο του ποδηλατάκι, άλλοτε στο λούναπαρκ, άλλοτε να παίζει ένα παιχνίδι στο κομπιούτερ με τον πατέρα του και άλλοτε να το σφίγγει η μητέρα του στην αγκαλιά της. Σ' όλο το δωμάτιο, όμως, δεν υπήρχε το παραμικρό που να δηλώνει πως κι ένα άλλο αγόρι κατοικούσε σ' αυτό το σπίτι.