Στο μεταξύ οι σπρωξιές πάνω στον πύργο μετατράπηκαν σε κανονική συμπλοκή, ώσπου μερικοί άρπαξαν τον Κυκλωπιανό που έκανε την γκάφα και κρατούσε ακόμη το καμένο χέρι του, και τον πέταξαν πάνω από τις πολεμίστρες. Η δική του κραυγή ήταν η μόνη που ακούστηκε από την πέρα πλευρά του τείχους, αλλά τα γιουχαίσματα από την κάτω πόλη έγιναν τώρα ακόμη πιο δυνατά.
«Ω, πόσο με συγκινούν όταν θάβουν τους νεκρούς τους!» είπε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν δεν συμμερίστηκε την ευθυμία του. Ο Όμπρεϊ είχε πάρει τη Μητρόπολη και ο Λούθιεν είχε αποφασίσει συνειδητά να τον αφήσει να την κρατήσει, προς το παρόν τουλάχιστον. Το κόστος για να πάρουν πίσω τη Μητρόπολη, αν θα κατάφερναν βέβαια να διώξουν τους Κυκλωπιανούς, δεν άξιζε τις πολλές ζωές που θα χάνονταν.
Και πάλι όμως ο Λούθιεν αναρωτιόταν αν η απόφαση αυτή ήταν σωστή. Όχι επειδή χρειάζονταν τον καθεδρικό ναό για στρατηγικούς σκοπούς —μπορούσαν να τον υπερασπιστούν, όμως οι ανοιχτοί χώροι γύρω από το τεράστιο κτήριο το έκαναν άχρηστο σαν βάση για στρατιωτικές επιχειρήσεις— αλλά για την συμβολική του σημασία. Η Μητρόπολη, αυτός ο γιγάντιος επιβλητικός ναός του Θεού, το πιο μεγάλο και μεγαλόπρεπο κτίσμα σε όλο το Εριαντόρ, ανήκε στον λαό που το είχε χτίσει, όχι στους κακομούτσουνους Κυκλωπιανούς και στον παράνομο βασιλιά του Άβον. Ο καθεδρικός ναός ήταν η ψυχή του Μόντφορτ και όλου του Εριαντόρ. Κάθε χωριό, όσο μικρό ή μακρινό κι αν ήταν, καυχιόταν ότι είχε έναν τουλάχιστον κάτοικο που βοήθησε να χτιστεί η Μητρόπολη.
Οι Κυκλωπιανοί άδειασαν τώρα πάλι καυτό νερό από την κορυφή του πύργου και, αυτή τη φορά, κατάφεραν να μην τους πέσει και το καζάνι. Το βραστό νερό έφτασε μέχρι τον δούκα, οπότε το ξεπαγωμένο σχοινί κύλησε και κρεμάστηκε κάτω. Λίγο αργότερα, καθώς το πάνω μέρος του παγωμένου πτώματος του Μόρκνεϊ ξεκόλλησε από τον τοίχο, λύγισε στη μέση.
Οι δύο φίλοι δεν μπορούσαν να δουν καλά τι γινόταν στην κορυφή του πύργου, αλλά αφού πέρασε πολλή ώρα χωρίς να εμφανιστούν άλλοι Κυκλωπιανοί, συμπέραναν ότι τους είχε τελειώσει το καυτό νερό.
«Είναι πολύς δρόμος για να τον ανεβείς με ένα καζάνι γεμάτο καυτό νερό», είπε καγχάζοντας ο Όλιβερ, ενώ θυμόταν τη γυριστή σκάλα που ήταν δύσκολη, επικίνδυνη ακόμη και χωρίς το κρύο και τον πάγο.
«Ο Όμπρεϊ πιστεύει ότι αξίζει τον κόπο», είπε ο Λούθιεν, και ο Όλιβερ, συλλαμβάνοντας τον βαρύ τόνο του, κατάλαβε τι ενοχλούσε τον φίλο του.
Ο χάφλινγκ χάιδεψε το παγωμένο, καλοψαλιδισμένο γενάκι του κοιτάζοντας πάλι τον πύργο.
«Μπορούμε να πάρουμε πίσω τη Μητρόπολη», είπε, μαντεύοντας τον λόγο της κακοκεφιάς του Λούθιεν.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν αξίζει τις απώλειες που θα έχουμε».
«Ουσιαστικά, νικάμε σε αυτή τη σύγκρουση», είπε ο Όλιβερ. «Οι πλούσιοι έμποροι είναι αποκλεισμένοι στα σπίτια τους, ενώ δεν έχουν μείνει πια τόσοι πολλοί Κυκλωπιανοί». Κοίταξε προς τον πύργο της Μητρόπολης. «Και πριν από λίγο μειώθηκαν κατά έναν ακόμη», είπε με ένα περιφρονητικό ξεφύσημα.
Ο Λούθιεν δεν διαφωνούσε. Οι Εριαντοριανοί κόντευαν να ξαναπάρουν πίσω την πόλη τους, το Κάερ Μακντόναλντ όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, από τους λακέδες του Γκρινσπάροου. Πόσο θα κατάφερναν να την κρατήσουν όμως; Ήδη υπήρχαν φήμες για ένα στράτευμα που ερχόταν από το Άβον για να καταπνίξει την επανάσταση. Δεν είχαν επιβεβαιωθεί και μπορεί να μην ήταν παρά αποτέλεσμα φόβου, αλλά ο Λούθιεν δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο. Ο Γκρινσπάροου δεν θα ανεχόταν μια επανάσταση, δεν θα έχανε τόσο εύκολα το Εριαντόρ, έστω κι αν δεν το είχε κατακτήσει ποτέ αληθινά.
Ο Λούθιεν σκέφτηκε την επιδημία που σάρωσε το Εριαντόρ πριν από είκοσι χρόνια περίπου, τη χρονιά που γεννήθηκε. Η μητέρα του είχε πεθάνει σ’ εκείνη την επιδημία, όπως επίσης πολλοί άλλοι ακόμη, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού του Εριαντόρ. Οι περήφανοι Εριαντοριανοί δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν τον πόλεμο με τις στρατιές του Γκρινσπάροου —στρατιές που τις αποτελούσαν κυρίως Κυκλωπιανοί— γι’ αυτό παραδόθηκαν.
Και τότε απλώθηκε μια άλλη επιδημία στο Εριαντόρ, μια σκοτεινιά του πνεύματος. Ο Λούθιεν την είχε δει στον ίδιο του τον πατέρα, έναν άνθρωπο που είχε χάσει πια το κουράγιο του. Και την είχε δει επίσης σε ανθρώπους σαν τον Όμπρεϊ, Εριαντοριανούς που αποδέχτηκαν τον Γκρινσπάροου με όλη τους την καρδιά και κέρδιζαν από τη δυστυχία του λαού.