Οπότε, τι ακριβώς είχε ξεκινήσει αυτός και ο Όλιβερ εκείνη τη μέρα στη Μητρόπολη, όταν σκότωσε τον Μόρκνεϊ; Σκέφτηκε πάλι εκείνη τη μάχη. Ο Μόρκνεϊ είχε παραχωρήσει το σώμα του σε έναν δαίμονα, μια πρόσθετη επιβεβαίωση της αχρειότητας του Γκρινσπάροου και των ανθρώπων του. Και μόνο που σκεφτόταν εκείνο το φρικτό τέρας, τον Πρεχοτέκ, τον διαπερνούσαν ρίγη. Δεν θα νικούσε σ’ εκείνην τη μάχη, δεν θα κατάφερνε να καρφώσει το ξίφος του Όλιβερ στο κοκαλιάρικο στήθος του δούκα, αν δεν έκανε ο Μόρκνεϊ το λάθος να στείλει τον δαίμονα πίσω στην κόλαση, επειδή ήθελε να σκοτώσει μόνος του τον τσακισμένο Λούθιεν.
Καθώς αναλογιζόταν τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, την απίστευτη τύχη και τις απρόσμενες ανατροπές της μοίρας, αναρωτιόταν και ανησυχούσε: πόσοι αθώοι, παρασυρμένοι από τον θρύλο της Πορφυρής Σκιάς, θα τιμωρούνταν από τον αδίστακτο βασιλιά; Μήπως θα σάρωνε τη χώρα άλλη μια επιδημία σαν εκείνη που τσάκισε την καρδιά και τη θέληση του Εριαντόρ, όταν ο Γκρινσπάροου έγινε βασιλιάς του Άβον; Ή ο Γκρινσπάροου θα έστελνε απλώς τον κυκλωπιανό στρατό του να χτυπήσει το Μόντφορτ και να εξοντώσει όποιον δεν ήταν πιστός στον θρόνο;
Και ο Λούθιεν ήξερε ότι η επανάσταση θα εξαπλωνόταν πέρα από το Μόντφορτ. Η Κατρίν είχε έλθει από το νησί του Μπέντγουιντριν, την πατρίδα του, για να του φέρει το ξίφος του πατέρα του καθώς και νέα για τη γενική εξέγερση στο νησί. Ο Γκάχρις, ο πατέρας του Λούθιεν, ξαναβρήκε όπως φαίνεται την καρδιά και την παλιά περηφάνια του Εριαντόρ μαθαίνοντας τα κατορθώματα του γιου του. Ο κόμης του Μπέντγουιρ είχε δώσει διαταγή να μη μείνει κανένας Κυκλωπιανός ζωντανός στο νησί του Μπέντγουιντριν. Ο υποκόμης Όμπρεϊ είχε αφήσει στο νησί την Αβονίζ, πρώην σύντροφό του, για να γίνει σύζυγος του Γκάχρις, αλλά η Αβονίζ τώρα ήταν στη φυλακή.
Η σκέψη εκείνης της φαντασμένης και βαμμένης πόρνης έφερνε μια ξινίλα στον λαιμό του Λούθιεν. Ουσιαστικά, η Αβονίζ τα είχε αρχίσει όλα αυτά, με όσα έκανε στο Μπέντγουιντριν. Ο Λούθιεν είχε δεχθεί ανυποψίαστος το μαντίλι της πριν από μια φιλική μονομαχία στην αρένα, σύμβολο ότι ήταν πρόμαχός της. Όταν ο Λούθιεν νίκησε τον φίλο του, τον Γκαρθ Ρόγκαρ, η μοχθηρή Αβονίζ ζήτησε την εκτέλεση του ηττημένου.
Και έτσι ο Γκαρθ Ρόγκαρ πέθανε δολοφονημένος από έναν Κυκλωπιανό, τον οποίο σκότωσε αργότερα ο Λούθιεν. Οι αρχαίοι κανόνες έδιναν όντως στην Αβονίζ το δικαίωμα να απαιτήσει κάτι τέτοιο, αλλά η απλή ηθική σίγουρα δεν το επέτρεπε.
Η Αβονίζ είχε οδηγήσει τον Λούθιεν σε αυτό τον δρόμο όταν έδειξε με τον αντίχειρα προς τα κάτω, όταν απαίτησε τον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ. Πόσο ειρωνικό ήταν τώρα το γεγονός ότι ο Όμπρεϊ, ο άνθρωπος που είχε φέρει την πόρνη στο Μπέντγουιντριν, ήταν ο θανάσιμος εχθρός του Λούθιεν στη σύγκρουση για το Μόντφορτ.
Ο Λούθιεν ήθελε το κεφάλι του Όμπρεϊ και είχε σκοπό να το πάρει, αλλά φοβόταν πως στο μεταξύ θα τον προλάβαιναν τα αντίποινα του Γκρινσπάροου, με αποτέλεσμα να χάσει το κεφάλι του τόσο ο ίδιος όσο και πολλοί φίλοι του.
«Λοιπόν, γιατί είσαι τόσο θλιμμένος, φίλε μου;» ρώτησε ο Όλιβερ. Η υπομονή του είχε εξαντληθεί γρήγορα μέσα στον τσουχτερό αέρα. Δεν είχαν εμφανιστεί άλλοι Κυκλωπιανοί στην έπαλξη του πύργου, οπότε ο Όλιβερ σκέφτηκε ότι θα τους έπαιρνε τουλάχιστον μία ώρα για να κατεβούν κάτω, να γεμίσουν ένα άλλο καζάνι, να βράσουν το νερό και να το ανεβάσουν στον πύργο. Ο χάφλινγκ αγαπούσε την καλοπέραση, γι’ αυτό δεν είχε σκοπό να περιμένει τόση ώρα μέσα στον παγερό χειμωνιάτικο άνεμο.
Ο Λούθιεν σηκώθηκε τρίβοντας τα χέρια και τα μπράτσα του. «Έλα», είπε, προς μεγάλη ανακούφιση του Όλιβερ. «Θα συναντηθούμε με την Σιόμπαν στο Ντουέλφ. Επέστρεψαν οι ανιχνευτές της με νέα από τις ανατολικές και δυτικές περιοχές».
Ο Όλιβερ ακολούθησε τον Λούθιεν, αλλά ξαφνικά το βήμα του επιβραδύνθηκε. Οι ανιχνευτές είχαν γυρίσει;
Μάλλον ήξερε λοιπόν τι ενοχλούσε τον Λούθιεν.
Το Ντουέλφ, μια ταβέρνα που εξυπηρετούσε κυρίως νάνους και ξωτικά, ήταν γεμάτο κόσμο εκείνη τη μέρα. Έκανε πολύ κρύο έξω για σοβαρές μάχες, έτσι πολλοί από τους επαναστάτες είχαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να ξαναγεμίσουν το κελάρι τους και να ξεκουραστούν. Το Ντουέλφ βρισκόταν σε μία από τις φτωχότερες συνοικίες του Μόντφορτ, γι’ αυτό συνήθως σύχναζαν εκεί μόνο νάνοι και ξωτικά, τώρα όμως, επειδή πήγαινε εκεί η Πορφυρή Σκιά, ο ήρωας της επανάστασης, ήταν σχεδόν πάντα γεμάτο από κάθε είδους πελάτες.
Ο ταβερνιάρης, ένας λεπτός αλλά σκληροτράχηλος άνδρας (που τώρα έδειχνε ακόμη πιο άγριος, επειδή δεν είχε βρει τον χρόνο να ξυρίσει τα πυκνά μαύρα γένια του εδώ και μια βδομάδα), σκούπισε τα χέρια του με ένα πανί λερωμένο από μπίρα πριν έλθει να σταθεί μπροστά στον Όλιβερ και τον Λούθιεν, μόλις εκείνοι κάθισαν στις συνηθισμένες θέσεις τους στον πάγκο.