«Ψάχνουμε για την Σιόμπαν», είπε ο Λούθιεν.
Πριν προλάβει να απαντήσει ο Τάσμαν, ο νεαρός Μπέντγουιρ αισθάνθηκε ένα απαλό άγγιγμα στο αφτί του. Έκλεισε τα μάτια καθώς το χέρι γλίστρησε χαμηλότερα και άρχισε να του χαϊδεύει τον λαιμό, με εκείνο τον αισθησιακό τρόπο που είχε μόνο η Σιόμπαν.
«Έχουμε δουλειά», είπε ο Όλιβερ στον Τάσμαν. Μετά έριξε μια πλάγια ματιά στο ζευγάρι. «Αν και δεν είμαι σίγουρος για το ποια δουλειά ακριβώς ενδιαφέρει περισσότερο τον ξαναμμένο φίλο μου, αυτήν τη στιγμή».
Ο Λούθιεν άνοιξε τα μάτια και γύρισε κατεβάζοντας το χέρι της Σιόμπαν από τον λαιμό του. Ξερόβηξε αμήχανα όταν είδε ότι η Σιόμπαν δεν ήταν μόνη της, αλλά πως ανάμεσα στους συντρόφους της βρισκόταν επίσης μια βλοσυρή Κατρίν Ο’ Χέιλ.
Ο νεαρός κατάλαβε ότι τα χάδια στον λαιμό του είχαν σκοπό να κεντρίσουν την Κατρίν.
Ο Όλιβερ το κατάλαβε κι αυτός. «Υποψιάζομαι ότι ο πόλεμος πλησιάζει όλο πιο κοντά στο σπίτι μου», ψιθύρισε στον Τάσμαν. Ο ταβερνιάρης κάγχασε. Μετά έβαλε δυο ποτήρια μπίρα μπροστά στους δύο φίλους και απομακρύνθηκε. Ο Τάσμαν είχε την ικανότητα να ακούει ό,τι σημαντικό λεγόταν στον πάγκο, αλλά φρόντιζε πάντα να μην καταλαβαίνουν οι συνομιλητές ότι παρακολουθεί τη συζήτησή τους.
Ο Λούθιεν κοιτάχτηκε για μια ατελείωτη στιγμή με την Κατρίν, μετά ξερόβηξε πάλι. «Τι νέα από το Άβον;» ρώτησε τη Σιόμπαν.
Εκείνη κοίταξε πάνω από τον ώμο της έναν άλλο σύντροφό της, ένα ξωτικό ντυμένο με πολλά στρώματα χοντρά ρούχα και γούνες. Είχε κόκκινα μάγουλα και μακριές βλεφαρίδες οι οποίες άστραφταν από χιόνι που έλιωνε.
«Δεν είναι ενθαρρυντικά, κύριέ μου», είπε το ξωτικό με φανερό σεβασμό για την περίφημη Πορφυρή Σκιά.
Ο Λούθιεν ένιωσε αμηχανία με αυτή την επισημότητα. Ήταν ο αρχηγός των επαναστατών, τον είχαν αναγνωρίσει ως ήρωα του Εριαντόρ και, όσοι δεν ήταν στον άμεσο κύκλο των φίλων του, τον αποκαλούσαν πάντα “κύριέ μου” ή “άρχοντά μου” από σεβασμό.
«Συνεχίζονται οι αναφορές ότι έρχεται στράτευμα από το Άβον», εξακολούθησε το ξωτικό. «Ακούγονται φήμες για μεγάλη συγκέντρωση Κυκλωπιανών πολεμιστών στο Πρίνσταουν Πραιτωριανοί Φρουροί φαντάζομαι.
Είναι λογικό, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Το Πρίνσταουν βρισκόταν στην άλλη άκρη του Άιρον Κρος, στα νοτιοανατολικά. Δεν ήταν η πιο κοντινή μεγάλη πόλη στο Μόντφορτ, ήταν όμως πιο κοντά στο Τείχος του Μαλπουισάν, το μοναδικό πέρασμα της μεγάλης οροσειράς από το οποίο θα μπορούσε να περάσει ένας μεγάλος στρατός συναντώντας πάντως μεγάλες δυσκολίες ακόμη και το καλοκαίρι, πόσο μάλλον μέσα στον άγριο χειμώνα.
Όμως, μια διαδρομή από το Πρίνσταουν μέχρι το Μόντφορτ που θα περνούσε υποχρεωτικά από το κάστρο του Νταν Κάριθ, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο Τείχος του Μαλπουισάν και στο Άιρον Κρος, θα χρειαζόταν πολλές βδομάδες και θα είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες μέσα σε έναν τόσο σκληρό χειμώνα. Ο Λούθιεν βρήκε κάπως παρήγορο το νέο, γιατί ήταν απίθανο να ξεκινήσει ο Γκρινσπάροου από το Πρίνσταουν πριν λιώσουν τα χιόνια, με την άνοιξη.
»Υπάρχει και ένα άλλο ενδεχόμενο», είπε σκυθρωπά το ξωτικό, όταν είδε τη λάμψη της ελπίδας στα μάτια του Λούθιεν.
«Το Πορτ Τσάρλι», είπε η Κατρίν, αναφερόμενη στο λιμάνι δυτικά του Μόντφορτ.
Το ξωτικό κατένευσε.
«Η φήμη αυτή βασίζεται στη γνώση ή στον φόβο;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«Δεν νομίζω ότι έχει διαδοθεί ακόμη κάποια τέτοια φήμη», απάντησε το ξωτικό.
«Στον φόβο, λοιπόν», είπε ο Όλιβερ. Έναν πολύ βάσιμο φόβο, σκέφτηκε, χωρίς να το πει. Τώρα που η κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί σε κάποιο βαθμό στο Μόντφορτ και οι επαναστάτες έστρεφαν το βλέμμα τους έξω από την πόλη, αφθονούσαν οι φήμες για έναν στόλο που θα ξεκινούσε από το Άβον για το Πορτ Τσάρλι. Ήταν μια λογική επιλογή για τον Γκρινσπάροου. Τα θαλάσσια στενά ανάμεσα στο Μπαράντουιν και το Άβον ήταν επικίνδυνα κατά τον χειμώνα, τα παγόβουνα δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, αλλά η απόσταση δεν ήταν μακρινή και τα μεγάλα πλοία του Άβον μπορούσαν να μεταφέρουν πάρα πολλούς Κυκλωπιανούς.
«Τι συμμάχους;..» άρχισε να ρωτά ο Λούθιεν, αλλά το ξωτικό τον διέκοψε έχοντας προβλέψει την ερώτηση.
«Οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι δεν είναι φίλοι των Κυκλωπιανών», είπε. «Σίγουρα χαίρονται που οι μονόφθαλμοι πεθαίνουν στο Μόντφορτ και που σκοτώθηκε ο δούκας Μόρκνεϊ».
«Αλλά;..» είπε ο Λούθιεν, καταλαβαίνοντας από τον τόνο του ξωτικού ότι υπήρχε και κάτι άλλο.