Οι δυο μάγοι, αφού άφησαν τελικά ο ένας τον άλλο, σηκώθηκαν όρθιοι, ζαλισμένοι και τραυματισμένοι. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε πληγές στο δέρμα του ενώ τα μανίκια του μπλε χιτώνα του ήταν κουρελιασμένα. Αλλά κι ο Πάραγκορ δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση, το ένα πόδι του ήταν παγωμένο και παράλυτο και είχε κάμποσα παγωμένα μπαλώματα στο πρόσωπο και στα χέρια του. Ο δούκας τραντάχτηκε από ένα ρίγος που. ο Μπριντ’Αμούρ δεν ήξερε αν οφειλόταν στο κρύο ή στο θυμό.
Έψελναν και οι δύο συγκεντρώνοντας την ενέργειά τους. Ο Μπριντ’Αμούρ άφησε τον Πάραγκορ να προηγηθεί και, όταν ο δούκας εξαπέλυσε μια κίτρινη αστραπή, ο γέροντας απάντησε με μια ίδια αστραπή από εκτυφλωτική μπλε ενέργεια.
Οι δύο αστραπές δεν σταμάτησαν, ούτε καν επιβράδυναν η μία την άλλη, έτσι οι δυο μάγοι δέχτηκαν τα τρομερά πλήγματα, με την ενέργεια να χτυπά στο κεφάλι και τους ώμους τους και να τους τραντάζει τυλίγοντάς τους μέχρι τα πόδια.
«Πανάθεμά σε!» γρύλλισε ο Πάραγκορ. Έμοιαζε έτοιμος να πέσει. Το ίδιο όμως και ο Μπριντ’Αμούρ — ο γέρο-μάγος είχε μείνει κατάπληκτος με την τρομερή δύναμη του δούκα.
Αλλά ο Πάραγκορ πλησίαζε στο τέλος της αντοχής του όπως και ο Μπριντ’Αμούρ, και εκείνο που έδωσε τέλος στη μάχη δεν ήταν ούτε τα μαγικά ξόρκια ούτε καν κάποιο μαγικό όπλο.
Η Κατρίν Ο’ Χέιλ πλησίασε αθόρυβα πίσω από τον δούκα και κατέβασε το κυκλωπιανό ρόπαλο στη μέση του κεφαλιού του, ακριβώς ανάμεσα στα “φτερά” των μαλλιών του. Ο λαιμός του Πάραγκορ μαζεύτηκε και το κρανίο του υποχώρησε. Όλο του το σώμα φάνηκε να αναπηδά, αλλά κατάφερε να μείνει όρθιος μόνο για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ακόμη, πριν σωριαστεί κάτω νεκρός.
Για τον Πρεχοτέκ δεν υπήρχε ανάπαυλα από τη μάχη. Πριν προλάβει να γυρίσει, το λεπτό ξίφος του Όλιβερ άνοιξε μια τρύπα ανάμεσα στα πλευρά του, από τη μοναδική μεριά που δεν ήταν τραυματισμένος, ενώ ακόμη πιο καταστροφική ήταν η μανία του Λούθιεν Μπέντγουιρ.
Ο Λούθιεν δεν ήξερε το όνομα που πρόφερε ο Πρεχοτέκ —“παλαδίνος”— μάντευε όμως την αλήθεια για τον Έσταμπρουκ, καταλάβαινε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε ιππότης αλλά ένας άγιος-πολεμιστής, που η δύναμή του στηριζόταν σε ηθικές αρχές και στην πίστη του στον Θεό. Βλέποντάς τον να πέφτει πληγωμένος από τον δαίμονα, ο Λούθιεν ένιωσε έναν βαθύ πόνο ενθυμούμενος επίσης το κακό που είχε απλωθεί σε όλη τη χώρα, την ιεροσυλία στους μεγάλους καθεδρικούς ναούς που είχαν μετατραπεί σε χώρους πληρωμής των φόρων, θυμήθηκε την υποδούλωση των νάνων και των ξαπικών. Η οργή του φούντωσε ασυγκράτητη παραμερίζοντας κάθε φόβο. Άρχισε να χτυπά ανελέητα με τον Τυφλωτή τραυματίζοντας τον δαίμονα στους ώμους και στον λαιμό, αναγκάζοντας τον Πρεχοτέκ να πατήσει στο κομμένο πόδι του, που δεν μπορούσε να κρατήσει το μεγάλο του βάρος.
Έτσι, ο δαίμονας σωριάστηκε κάτω, αλλά ο Λούθιεν δεν σταμάτησε, συνέχισε να χτυπά με όλη του τη δύναμη, με όλη του την ψυχή. Και μετά είδε άναυδος τον Έσταμπρουκ δίπλα του να χτυπά με το αστραφτερό του ξίφος ανοίγοντας φρικτά τραύματα στην σάρκα του δαίμονα.
Τώρα, και πάλι η μανία του Πρεχοτέκ είχε για στόχο της τον ιππότη. Ο δαίμονας κλότσησε με το καλό του πόδι, ενώ ταυτόχρονα άνοιγε διάπλατα το στόμα του και ξερνούσε έναν χείμαρρο φωτιάς που τύλιξε τον Έσταμπρουκ.
Ο ιππότης έπεσε πίσω και αυτήν τη φορά έμεινε εκεί.
Το επόμενο χτύπημα του Λούθιεν, μόλις σταμάτησε η φωτιά, είχε για στόχο του το στόμα του δαίμονα. Ο Τυφλωτής χώθηκε ανάμεσα στα ανοιχτά σαγόνια του, διαπέρασε το κρανίο του τέρατος και καρφώθηκε στον εγκέφαλό του. Ο Πρεχοτέκ τραντάχτηκε από έναν βίαιο σπασμό που πέταξε μακριά τον Λούθιεν και μετά όλο το σώμα του έλιωσε στο δάπεδο αναλυόμενο σε μια γλοιώδη πράσινη μάζα.
Ο Λούθιεν, αφού έτρεξε κοντά στον Έσταμπρουκ, σήκωσε μαλακά την προσωπίδα του κράνους του.
Τα μάτια του ιππότη κοίταζαν πάνω χωρίς να βλέπουν. Το δέρμα γύρω τους ήταν καμένο από το οξύ του δαίμονα. Ο Λούθιεν άκουσε χτυπήματα στην πόρτα, Κυκλωπιανούς να φωνάζουν τον δούκα, αλλά δεν μπορούσε να αφήσει τον ετοιμοθάνατο ιππότη.
Ο Έσταμπρουκ κατάφερε να χαμογελάσει. «Σε ικετεύω», είπε αγκομαχώντας, ενώ από το στόμα του ξεχυνόταν αίμα. «Θάψτε με στο Κάερ Μακντόναλντ….»
Ο Λούθιεν κατάλαβε πόσο σημαντικό ήταν αυτό. Ο Έσταμπρουκ, ο ευγενής πολεμιστής, είχε αποδεχθεί ολοκληρωτικά την επανάσταση, είχε ζητήσει να τον θάψουν μακριά από την πατρίδα του, στη γη που ήξερε ότι είναι πιο κοντά στη δικαιοσύνη και στον Θεό.
Ο Λούθιεν μπόρεσε μόνο να ψιθυρίσει ένα «ναι», ο κόμπος στον λαιμό του δεν τον άφηνε να μιλήσει. Ήθελε να πει κάτι παρήγορο, να διαβεβαιώσει τον Έσταμπρουκ ότι δεν θα πέθαινε, βλέποντας όμως τα βαριά τραύματα του ιππότη, καταλάβαινε πως ό,τι και να έλεγε θα ήταν ανάρμοστο ψέμα.