Выбрать главу

«Εριαντόρ ελεύθερο!» είπε δυνατά ο Έσταμπρουκ χαμογελώντας ακόμη και ξεψύχισε.

«Ντουζπέ…», ψιθύρισε ο Όλιβερ σκύβοντας δίπλα στον Λούθιεν. «Παλαδίνος. Άγιος άνθρωπος».

Τα χτυπήματα στην πόρτα του διαδρόμου έγιναν πιο δυνατά.

«Έλα, φίλε μου», είπε σιγά ο Όλιβερ. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο εδώ. Ας φύγουμε».

«Πέστε κάτω και προσποιηθείτε τους νεκρούς!» είπε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ τραβώντας την προσοχή των δύο φίλων από τον νεκρό ιππότη. Κοιτάχτηκαν με περιέργεια πριν στραφούν πάλι στον μάγο.

»Κάντε το!» ψιθύρισε άγρια ο Μπριντ’Αμούρ. «Κι εσύ επίσης», είπε γυρίζοντας στην Κατρίν, που τον ατένιζε εξίσου απορημένη με τον Λούθιεν και τον Όλιβερ.

Όταν υπάκουσαν και οι τρεις, είδαν έκπληκτοι κι ανήσυχοι το δέρμα τους να χλομιάζει, να τους σκεπάζουν περισσότερα αίματα από αυτά που είχαν ήδη πάνω τους.

Αλλά αυτή η έκπληξη δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ εκείνη που ένιωσαν όταν κοίταξαν τον μάγο και είδαν τη γνωστή μορφή του να χάνεται, τα λευκά μαλλιά του να γίνονται γκρίζα, να αραιώνουν αφήνοντας μόνο δυο ορθωμένες τούφες σαν φτερά πάνω από τα αφτιά του, ενώ τα γένια του χάνονταν εντελώς. Όταν είδαν επίσης τον μπλε χιτώνα του να γίνεται καφεκίτρινος, κατάλαβαν και στράφηκαν και οι τρεις ταυτόχρονα στον διάδρομο, για να δουν τον νεκρό δούκα να έχει τώρα τη μορφή του Μπριντ’Αμούρ.

Αμέσως μόλις ο μάγος χτύπησε τα χέρια του, η πόρτα, που είχε φουσκώσει από τη μαγεία του Πρεχοτέκ, ήρθε στο κανονικό της μέγεθος ανοίγοντας παρευθύς από τα χτυπήματα των Κυκλωπιανών, οι οποίοι όρμησαν στον διάδρομο με πρώτο τον Θόουατλ, τον λακέ του Πάραγκορ. Οι μονόφθαλμοι σταμάτησαν όταν είδαν τη φρικιαστική σκηνή, δυο νεκρούς Κυκλωπιανούς, τρεις άνθρωπους και έναν χάφλινγκ γεμάτους αίματα και μια γκριζοπράσινη μάζα που κάπνιζε κοχλάζοντας.

«Αφέντη;» ρώτησε ο Θόουατλ κοιτάζοντας τον μάγο.

«Τελείωσε», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ με τη φωνή του Πάραγκορ.

«Θα καθαρίσω αμέσως, αφέντη!» είπε ο Θόουατλ γυρίζοντας για να φύγει.

«Δεν προλαβαίνουμε!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ σταματώντας τον. «Μάζεψε τον στρατό! Αμέσως! Αυτοί οι κατάσκοποι μου είπαν πολλά πριν τους αποτελειώσω. Έχει μαζευτεί όντως ένα στράτευμα του εχθρού στο Τείχος του Μαλπουισάν».

Οι τρεις φίλοι, ξαπλωμένοι πάντα στο δάπεδο, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον σκοπό του μάγου.

«Αμέσως!» είπε ο Θόουατλ. «Θα στείλω υπηρέτες να καθαρίσουν…»

«Αυτοί θα μείνουν μαζί μου!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ και, κουνώντας τα δάχτυλα προς τους τρεις ξαπλωμένους φίλους, άρχισε να ψέλνει ένα ξόρκι. Ο Λούθιεν, ο Όλιβερ και η Κατρίν αισθάνθηκαν τους μυώνες τους να κινούνται, ενώ ταυτόχρονα άκουγαν μια τηλεπαθητική παράκληση του Μπριντ’Αμούρ να του δείξουν εμπιστοσύνη και να προσποιηθούν ανάλογα. Σηκώθηκαν ένας-ένας με κινήσεις ζόμπι.

«Τι καλύτερη τιμωρία για τους καταδικασμένους ανόητους του Εριαντόρ από το να δουν τους ήρωές τους να είναι ζωντανοί-νεκροί, σκλάβοι του εχθρού τους;» είπε ο ψευτο-δούκας, ενώ ο Θόουατλ, που πάντα του άρεσε το μακάβριο, χαμογέλασε χαιρέκακα. Έκανε μια κοφτή υπόκλιση, με τους άλλους Κυκλωπιανούς να τον μιμούνται. Μόλις έφυγαν, ο Μπριντ’Αμούρ έκλεισε την πόρτα πίσω τους με μια κίνηση του χεριού του φουσκώνοντάς την πάλι για να μην ανοίγει.

«Τι ήταν όλα αυτά;» ρώτησε κατάπληκτος ο Όλιβερ, φτάνοντας για μια στιγμή να αναρωτηθεί αν έχει πραγματικά μπροστά του τον Μπριντ’Αμούρ ή τον Πάραγκορ.

«Το Γκλεν Ντούριτς», του εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Αυτή τη στιγμή ο στρατός μας υπό τη διοίκηση της Σιόμπαν έχει καταλάβει τα υψώματα γύρω από την στενή κοιλαδά του Γκλεν Ντούριτς. Και αυτός ο ανόητος Κυκλωπιανός θα διατάξει τον στρατό του Πρίνσταουν να πάει στο Τείχος του Μαλπουισάν, για να χτυπήσει τους Εριαντοριανούς εκεί».

«Οπότε, η φρουρά του Πρίνσταουν θα αποδεκατιστεί στο Γκλεν Ντούριτς», συμπέρανε ο Λούθιεν.

«Καλύτερα έτσι, παρά να τους πολεμάμε ενώ είναι κρυμμένοι πίσω από τα τείχη της πόλης», απάντησε ο μάγος. Μετά γύρισε στον Όλιβερ. «Εσύ κι εγώ μιλήσαμε κάποτε για όσα μπορείς να προσφέρεις στο Εριαντόρ έξω από το πεδίο της μάχης», είπε, και ο Όλιβερ έκανε ένα καταφατικό νεύμα. Ο Λούθιεν με την Κατρίν παρακολουθούσαν απορημένοι, δεν ήξεραν τι συμβαίνει.

»Ήλθε η ώρα», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ, «μολονότι θα χρειαστώ όλη την υπόλοιπη νύχτα για να αναρρώσω και να ξαναβρώ σε κάποιο βαθμό τις μαγικές μου δυνάμεις.

Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε τον Έσταμπρουκ και αναστέναξε πονεμένος από το θέαμα. Είχε μιλήσει πολύ με τον ιππότη τις τελευταίες μέρες, έτσι δεν παραξενεύτηκε όταν ο Έσταμπρουκ επέμεινε να σταθεί δίπλα του περιμένοντας τη στιγμή που θα άνοιγε το μαγικό τούνελ. Και ο Μπριντ’Αμούρ δέχθηκε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό να τον συνοδέψει ο ιππότης, γιατί του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, γνωρίζοντας ότι κάθε του πράξη καθοδηγείται από το καλό. Ο θάνατος του Έσταμπρουκ ήταν μια τεράστια απώλεια για το Εριαντόρ και όλο τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον ο ιππότης είχε εξιλεωθεί για όσα έπραξε για λογαριασμό του μοχθηρού Πάραγκορ, αφού είδε την αλήθεια και ενέργησε ανάλογα.