»Ελάτε», είπε τελικά ο μάγος, «ας δούμε τι ανέσεις έχει να προσφέρει το παλάτι του Πάραγκορ σε τέσσερις κουρασμένους ταξιδιώτες».
27
Διπλωματία
Ο Λούθιεν δεν ήξερε πώς να την πλησιάσει. Καθόταν ακίνητη και σιωπηλή στο κρεβάτι το δωματίου όπου είχε εγκατασταθεί, μία πόρτα πιο κάτω από το υπνοδωμάτιο του Πάραγκορ. Τον είχε αφήσει να μπει χωρίς αντίρρηση αλλά και χωρίς ενθουσιασμό.
Έτσι τώρα ο Λούθιεν στεκόταν δίπλα στην κλειστή πόρτα και κοίταζε την Κατρίν Ο’ Χέιλ, αυτήν τη γυναίκα που γνώριζε από μικρό παιδί, αλλά και που δεν την είχε ξαναδεί πραγματικά ως τότε. Η Κατρίν, έχοντας πλυθεί μετά τη μάχη, φορούσε τώρα μόνο ένα σατινένιο νυχτικό μαύρο και δαντελωτό, που είχε βρει σε κάποια ντουλάπα. Της έπεφτε μικρό αφήνοντας ακάλυπτα ως επάνω τα λεία πόδια της.
Ένα πραγματικά σαγηνευτικό ένδυμα για μια τόσο όμορφη γυναίκα, από την άλλη μεριά όμως ο τρόπος της Κατρίν δεν είχε τίποτα το ενθαρρυντικό, έτσι όπως καθόταν με την πλάτη ευθεία και τα χέρια πλεγμένα μπροστά της, απαθής κι αδιάφορη.
Δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά στη μάχη, ούτε είχε υποφέρει στα χέρια του Πάραγκορ. Η απαγωγή της σίγουρα ήταν ένα τραυματικό γεγονός, αλλά η Κατρίν είχε περάσει και χειρότερα. Μετά τη μάχη όμως, μετά από εκείνες τις πρώτες στιγμές του ενθουσιασμού ήταν αμίλητη, απόμακρη. Είχε εκδηλωθεί για μια στιγμή μόνο επειδή ο Λούθιεν ήταν ο σωτήρας της, αλλά μετά απομακρύνθηκε από κοντά του χωρίς να τον ξαναπλησιάσει.
Ο Λούθιεν ήξερε ποιο είναι το πρόβλημα: η Κατρίν φοβόταν· κατά πάσα πιθανότητα φοβόταν εξίσου για το τι θα σήμαινε αν ερχόταν κοντά της εκείνο το βράδυ όσο κι αν δεν ερχόταν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Λούθιεν δεν είχε αντιληφθεί πραγματικά τις επιπτώσεις της σχέσης του με την Σιόμπαν. Η ζήλια της Κατρίν, το ξαφνικά της ξέσπασμα εκείνο το βράδυ στο Ντουέλφ ήταν κάτι συναρπαστικό για τον Λούθιεν, κάτι που τον κολάκευε. Αλλά αυτά τα ξεσπάσματα είχαν πάψει τώρα δίνοντας τη θέση τους σε μια γενική παραίτηση της Κατρίν, σαν κάτι να της είχε κλέψει το πνεύμα και τη φλόγα της, και αυτό δεν άντεχε να το βλέπει ο Λούθιεν.
«Νοιάζομαι για την Σιόμπαν», είπε ψάχνοντας για κάποια αφετηρία. Η Κατρίν γύρισε αλλού.
»Όχι όμως έτσι όπως αγαπώ εσένα», πρόσθεσε αμέσως ο Λούθιεν. Έκανε ένα βήμα μπροστά.
Η Κατρίν δεν γύρισε προς το μέρος του.
»Καταλαβαίνεις;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Καμιά απάντηση.
»Πρέπει να σε κάνω να καταλάβεις», είπε το παλληκάρι εμφατικά. «Όταν ήμουν στο Μόντφορτ… χρειαζόμουν…»
Σταμάτησε βλέποντας την Κατρίν να στρέφεται προς το μέρος του. Τα πράσινα μάτια της ήταν βουρκωμένα, το σαγόνι της σφιγμένο.
»Η Σιόμπαν είναι φίλη μου, τίποτα παραπάνω», δήλωσε ο Λούθιεν.
Η Κατρίν πήρε μια ξινισμένη έκφραση.
»Ναι, είναι κάτι παραπάνω από φίλη», παραδέχτηκε ο νέος. «Και δεν μετανιώνω…» Σταμάτησε πάλι, βλέποντας ότι πηγαίνει προς λάθος κατεύθυνση. «Μετανιώνω που σε πλήγωσα», είπα σιγά. «Να ξέρεις ότι αν έβλαψα ανεπανόρθωτα την αγάπη μας, θα θρηνώ για πάντα, και όλα αυτά, οι νίκες, η δόξα, θα είναι κάτι κενό από σημασία κι ασήμαντο».
«Είσαι η Πορφυρή Σκιά», είπε ανέκφραστη η Κατρίν.
«Είμαι ο Λούθιεν Μπέντγουιρ», τη διόρθωσε εκείνος. «Που αγαπά την Κατρίν Ο’ Χέιλ, μόνο την Κατρίν Ο’ Χέιλ».
Η Κατρίν δεν αντέδρασε, δεν είπε τίποτα, ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ακολούθησε ένα διάστημα αμήχανης σιωπής, μετά ο Λούθιεν γύρισε νικημένος προς την πόρτα.
»Λυπάμαι», ψιθύρισε βγαίνοντας στο χολ.
Είχε φτάσει στην άλλη άκρη του διαδρόμου, κοντά στην πόρτα του, όταν άκουσε την Κατρίν να τον φωνάζει. Γύρισε και την είδε να στέκεται μπροστά στην πόρτα της, ψηλή, όμορφη, με μια υποψία χαμόγελου στο φωτεινό της πρόσωπο.
Την πλησίασε αργά, επιφυλακτικά, μη θέλοντας να την πιέσει, μη θέλοντας να την τρομάξει.
«Μη φεύγεις», του είπε. Έπιασε το χέρι του και τον τράβηξε κοντά της. «Μην ξαναφύγεις ποτέ».
Πίσω από τη χαραμάδα μιας πόρτας λίγο πιο κάτω στον διάδρομο, ο Όλιβερ παρακολουθούσε δακρυσμένος τη σκηνή. «Α, να είσαι νέος και να βρίσκεσαι στο Πρίνσταουν την άνοιξη!» είπε ο αισθηματίας χάφλινγκ κλείνοντας την πόρτα του, αφού εξαφανίστηκαν ο Λούθιεν με την Κατρίν.
Ο χάφλινγκ περίμενε μια στιγμή· μετά άνοιξε πάλι την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιό του φορώντας τα καλύτερα ταξιδιωτικά του ρούχα, έχοντας στον ώμο του ένα σακίδιο. Παρ’ όλο που ήταν ακόμη νύχτα, ο Όλιβερ είχε ήδη μια συνάντηση με τον Μπριντ’Αμούρ και, τώρα, ένα πολύ μεγάλο αλλά απίστευτα γρήγορο ταξίδι μπροστά του.