Το επόμενο πρωί η περήφανη φρουρά του Πρίνσταουν βγήκε από την πόλη με πολλές φανφάρες. Η μεγάλη φάλαγγα προχωρούσε με γοργό ρυθμό προς τα νοτιοανατολικά. Θα περνούσε από το εύκολο έδαφος, από το λαγκάδι του Γκλεν Ντούριτς, και μετά θα έστριβε βόρεια προς το Τείχος του Μαλπουισάν για να κατατροπώσει τους αντάρτες.
Αλλά οι αντάρτες δεν ήταν στο τείχος. Τους περίμεναν οχυρωμένοι στα υψώματα του Γκλεν Ντούριτς και η φρουρά του Πρίνσταουν δεν βγήκε ποτέ από το λαγκάδι.
Η κυκλωπιανή φάλαγγα σ’ όλο της το μήκος δέχτηκε ένα μπαράζ από βέλη. Οι χορδές από τα τόξα των ξωτικών βούιζαν ασταμάτητα, έτσι ώστε κάθε τοξότης είχε στείλει κιόλας τρία βέλη στον αέρα πριν ακόμη φτάσει στον στόχο του το πρώτο. Μετά τις πρώτες τρομερές στιγμές, οι Κυκλωπιανοί προσπάθησαν να κάνουν έναν αμυντικό σχηματισμό, αλλά τότε όρμησαν πάνω τους οι καβαλάρηδες του Έραντοχ διαλύοντας τις γραμμές τους και προκαλώντας τρόμο και σύγχυση.
Έτσι, καθώς δεν υπήρξε καμία άμυνα, καμία οργανωμένη αντεπίθεση, η σφαγή έγινε ολοκληρωτική. Μερικοί Κυκλωπιανοί κατάφεραν να βγουν από το ανατολικό άκρο του λαγκαδιού, αλλά εκεί έκλεισε γύρω τους σαν μέγγενη ο άγριος στρατός του Εριαντόρ. Άλλοι, που βρίσκονταν προς το τέλος της φάλαγγας, κατάφεραν να βγουν πιο εύκολα από το δυτικό άκρο του λαγκαδιού, όμως γρήγορα είδαν να τους περιμένει άλλη μία δυσάρεστη έκπληξη, γιατί μέσα στη μία μόλις ώρα αφότου βγήκαν από την πόλη, ένας στρατός από νάνους είχε περικυκλώσει το Πρίνσταουν.
Ούτε ένας Κυκλωπιανός δεν γύρισε πίσω στα τείχη της πόλης εκείνο το μοιραίο πρωί.
Ο Γκρινσπάροου ανακάθισε με ένα ψεύτικο χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό του, προσπαθώντας να δίνει μια εντύπωση άνεσης, αν και η σκληρή, περίπλοκα διακοσμημένη γασκονική καρέκλα κάθε άλλο παρά άνετη ήταν. Ο βασιλιάς του Άβον έπρεπε να κρατά τα προσχήματα, όμως. Βρισκόταν στο Κασπριόλ, στο νοτιοδυτικό άκρο της Γασκόνης, σε μια συνάντηση με τον Αλμπέρ ντε Μπέκ Φιντέλ, έναν σημαντικό αξιωματούχο, έναν από τους μεγαλύτερους φεουδάρχες όλης της Γασκόνης.
Για κάποιο ακατανόητο λόγο ο ντε Μπέκ Φιντέλ είχε οδηγήσει τη συζήτηση στα γεγονότα στο Εριαντόρ, για τα οποία ο Γκρινσπάροου δεν γνώριζε πολλά πράγματα. Πίστευε ότι ο Μπέλσεν’ Κριγκ ήταν πια κυρίαρχος στο Μόντφορτ, μολονότι το τελευταίο μήνυμα που του έστειλε η Ντιάνα Γουέλγουορθ δούκισσα του Μάνινγκτον, μια τις μάγισσες του κύκλου των βοηθών του, άφηνε να εννοηθεί ότι μπορεί να υπάρχουν κάποια πρόσθετα προβλήματα.
«Τι σκοπεύετε να κάνετε;» ρώτησε ο ντε Μπέκ Φιντέλ με τη βαριά γασκονική προφορά του, και η ανοιχτή ερώτηση αιφνιδίασε τον Γκρινσπάροου. Συνήθως ο ντε Μπέκ Φιντέλ ήταν λεπτός άνθρωπος, ένας γνήσιος Γασκόνος αξιωματούχος.
«Για τους αντάρτες;» ρώτησε ο βασιλιάς του Άβον κατάπληκτος, ενώ το ύφος του έδειχνε ότι το ερώτημα δεν αξίζει καν μια απάντηση.
«Για το Εριαντόρ», διευκρίνισε ο ντε Μπέκ Φιντέλ.
«Το Εριαντόρ είναι ένα δουκάτο του Άβον», απάντησε ο Γκρινσπάροου.
«Ένα δουκάτο χωρίς δούκα».
Ο Γκρινσπάροου κατάφερε να συγκρατήσει τον μορφασμό που πήγε να απλωθεί στο πρόσωπό του. Πώς το έμαθε αυτό ο ντε Μπέκ Φιντέλ; αναρωτήθηκε. «Ο δούκας Μόρκνεϊ απέτυχε», παραδέχτηκε. «Γι’ αυτό θα εκλεγεί πολύ γρήγορα άλλος στο αξίωμα του».
«Αφού βρείτε επίσης άλλον για το αξίωμα του δούκα του Πρίνσταουν;» ρώτησε με πονηρό ύφος ο ντε Μπέκ Φιντέλ.
Ο Γκρινσπάροου δεν αντέδρασε, αλλά η έκφρασή του έδειχνε καθαρά ότι δεν έχει ιδέα για το τι εννοεί ο Γασκόνος.
«Ο δούκας Πάραγκορ είναι νεκρός», του εξήγησε ο ντε Μπέκ Φιντέλ. «Και το Πρίνσταουν —α, μια πόλη που την αγαπώ πολύ, είναι τόσο όμορφη την άνοιξη— βρίσκεται στα χέρια του βόρειου στρατού.
Ο Γκρινσπάροου ήθελε να τον ρωτήσει τι είναι αυτά που λέει, αλλά συνειδητοποίησε ότι ο ντε Μπέκ Φιντέλ δεν θα του έδινε αυτές τις πληροφορίες, αν δεν τις είχε πάρει από αξιόπιστες πηγές. Έτσι, η δική του θέση θα εξασθενούσε σημαντικά αν προσποιούνταν ότι αγνοεί παντελώς αυτά τα απρόσμενα γεγονότα.
»Ολόκληρη η φρουρά του Πρίνσταουν σφαγιάστηκε στο πεδίο της μάχης, λένε», συνέχισε ο ντε Μπέκ Φιντέλ. «Μια απόλυτη νίκη για τους επαναστάτες, από τις πιο ολοκληρωτικές που έχω ακούσει ποτέ».
Ο Γκρινσπάροου διέκρινε την ικανοποίηση και, επομένως, την απειλή στη φωνή του ντε Μπέκ Φιντέλ, που έδειχνε να απολαμβάνει πολύ αυτή την είδηση. Ο μάγος-βασιλιάς συμπέρανε ότι είχε μιλήσει με κάποιον απεσταλμένο από το Εριαντόρ, ο οποίος μάλλον θα του υποσχέθηκε εμπορικές συμφωνίες και δωρεάν ελλιμενισμό για τον σημαντικό αλιευτικό στόλο του Κασπριόλ. Η συμμαχία ανάμεσα στο Άβον και τη Γασκόνη ήταν ασταθής, μια προσωρινή ανακωχή μετά από αιώνες αμέτρητων συγκρούσεων και πολέμων. Τώρα, βέβαια, ένα μεγάλο τμήμα του στρατού του Γκρινσπάροου βρισκόταν νότια της Γασκόνης και πολεμούσε ως σύμμαχος των Γασκόνων, αλλά ο βασιλιάς ήξερε ότι, αν το Εριαντόρ πρόσφερε καλύτερη συμφωνία για τα πλούσια σε αλιεύματα νερά της Θάλασσας Ντόρσαλ, οι αδίστακτοι Γασκόνοι θα πήγαιναν με το μέρος των επαναστατών.